Βγαλμένα έντερα ζώου, μπερδεμένα, τα καλώδια του handsfree...Πάνω τους τ’ αμήχανα χέρια, εκτεθειμένα σε αδιάκριτα βλέμματα. Ο ήχος της κλήσης επισπεύδει τις κινήσεις, επιτείνει τη σύγχυση... Τ’ ακουστικά τραμπαλίζονται σαν δυο χειρολαβές πάνω από κουλό επιβάτη. Ο θόρυβος του τρένου επικαλύπτει λυτρωτικά το επίμονο κάλεσμα.
Κι ύστερα να σ’ ευεργετεί μια φωνή αφύπνισης:
«Παρακαλούνται οι επιβάτες να προσέχουν τα προσωπικά τους αντικείμενα.»
Σε κοιτούνε καχύποπτα όλοι. Κι ο ιδρώτας στο μέτωπο, το μόνο που εσύ έχεις να χάσεις.
Ελάττωση ταχύτητας… σώματα γερμένα μπροστά, σε ίδια μοίρα κλίσης, σαν να υπακούν σ’ ένα πρόσταγμα επίθεσης. «Επόμενη στάση...Ομόνοια».
Τι κι αν αδειάσαν τα καθίσματα;... μέχρι να κάτσεις, θα ’χεις κι εσύ σηκωθεί. Κι ας πας στο τέρμα.
Τα καλώδια επιτέλους κρεμασμένα γύρω απ’ το λαιμό, τακτοποιημένα, υποταγμένα. Έχεις βγει στο φως. Μα ο ήλιος φρενάρει απότομα πάνω στα τζάμια.
Ασθενές σήμα της Άνοιξης.
Απορρίπτεις την κλίση.