Τετάρτη 7 Νοεμβρίου 2012

Το ράφι

Το βάρος των βιβλίων το λύγιζε στη μέση. Ένιωθες πως έφτανε ακόμη και το ελάχιστο της σκόνης να προστεθεί, για να σπάσει. Γι’ αυτό ξεσκόνιζες τακτικά, με μια τρυφερότητα σαν σε περίθαλψη αρρώστου το καταπονημένο ξύλο. Κάποιες φορές το παρατηρούσες προσδοκώντας το μοιραίο να συμβεί. Αλλά απέστρεφες το πρόσωπό σου γρήγορα, μην το επιβαρύνεις με το βλέμμα σου. Τα βράδια ήσουν σίγουρος πως τα βιβλία έχαναν τις λέξεις τους για να το αλαφρώσουν και ν’ αντέξει την επόμενη μέρα. Δεν τ’ άνοιγες, λες και φοβόσουν μήπως κάποια φορά δεν επέστρεψαν στη θέση τους.
“Αν πεθάνω, τι θ’ απογίνει;...Ποιος θα το ξεσκονίζει; Και ποιος θα βρει το θάρρος να κοιτάξει επιτέλους μέσα στα βιβλία;...” 
Κοιμόσουν και σε ξεφύλλιζε ο ύπνος. Κοιμόσουν και σε λύγιζαν τα όνειρα. Κοιμόσουν και σ ’ έσπαγε στα δυο η νύχτα. Και το πρωί, όταν σηκωνόσουν κυρτωμένος, έπρεπε να υψώσεις το βλέμμα σου ως το ράφι, για να ισιώσεις.