Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2009

Η παραφορά του Ερωταφίου



Άνθη στον Επιτάφιο γυναίκες απ’ τον κάμπο
φέραν και σκύψαν πάνω Σου-Χριστέ, σιμά Σου θα ‘μπω!





ΠΕΖΟ Α΄

Όλες οι μέρες κάθισαν απαρηγόρητες πάνω απ’ το κεφάλι της Μεγάλης Παρασκευής. Μια μέρα που μεγεθύνει τις απώλειες μέσα σου. Απ’ το πρωί οι καμπάνες σκορπούνε δάκρυα κι αναμνήσεις περασμένων Επιταφίων. Ο ήλιος χαϊδεύει ηδονικά τους τρούλους των εκκλησιών, αναριγούν οι σταυροί επάνω τους. Οι θεοί που κήδεψα στη ζωή μου θα με συντροφεύουν ως το θάνατό μου. Μαντεύω την ύπαρξή τους από το άρωμα της πασχαλιάς που σκορπούνε γύρω μου.
Ραγισμένα τραγούδια στο ραδιόφωνο- μελωδικά ανασαίνει ο πόνος για να τον εκπνεύσει ο άνθρωπος.
Μες στο φλιτζάνι πικραμένος ο καφές, νοσταλγεί τη χαμένη συντροφιά της ζάχαρης. Ούτε και σήμερα θα τους τα φτιάξω…
Ανοίγω την πόρτα και καταπίνω ανόρεχτα το δρόμο προς την εκκλησία. Επάνω, δυο σύννεφα βουτηγμένα στο μπλε οινόπνευμα- βαμβάκι για τις πληγές μου. Και κάτω, ένα ζευγάρι να φιλιέται χωρίς συστολές, στη μέση του διαστελλόμενου θρήνου-πληγή για τα μάτια μου.
Μες στο ναό, αμήχανος-σα Θεός χωρίς πιστούς…, σαν άπιστος χωρίς κι ανθρώπους. Μπροστά μου, ο Ιησούς, κάτω από ένα ανοιξιάτικο σεντόνι -κανείς δεν το τραβάει, μήπως και δεν τον δει. Μόνο μαζεύουν ροδοπέταλα, για να μυρίζει ο ύπνος τους υπόσχεση Ανάστασης. Μα εγώ, ο ιερόσυλος, προσπαθώ να μαντέψω ποια βιολέτα διαλέγοντας, θ’ αγγίξω τα δάχτυλά σου που την έκοψαν.
Και σα να ‘θελα να μπω σ’ ένα τούνελ του χρόνου που θα ‘βγαζε σ’ εσένα, έσκυψα να περάσω κάτω απ’ τον Επιτάφιο.





ΠΟΙΗΜΑ Α΄


Στο μαλακό φως των κεριών
ρέουν τα πρόσωπα
παραπόταμοι που πάνε να ενωθούν
στ’ αργά νερά μίας λιωμένης Άνοιξης,
πολύχρωμη λάβα που με καταπίνει
καθώς απ’ τις κυλιόμενες σκάλες της μνήμης μου
αναδύεσαι όπως τότε, ελαφριά και αέρινη.
Φυσάει και γεμίζουν οι δρόμοι από εσένα.
Εύπλαστος πηλός που κολλάει στα χείλη μου
τ’ όνομά σου,
άσπλαχνη φλόγα που τρώει τα σπλάχνα μου
η μορφή σου,
τα μαλλιά σου μπερδεμένα λύνουν το αίνιγμα του κόσμου.
Όλα τα σπίτια βλέπουν προς τον ακάλυπτο
ώμο σου,
τα δάχτυλά σου απαλά ν’ ανεμίζουν σαν κρόσσια του ύπνου
στους κροτάφους μου
κι η εκκλησιά φωταγωγείται απ’ το αναστάσιμο φως
των ματιών σου.
Ω γλυκύ μου έαρ,
να μια φορά που το κερί σου θα σβήσει
απ’ το επιτάφιο δάκρυ μου,
να μια φορά που ο ήλιος ντροπιασμένος θα δύσει
γιατί δε θα φτάσει πιο ψηλά απ’ την ευτυχία μου…

Όμως στο κεφάλι μου ο ουρανός
κάποτε θ’ ακουμπήσει κατακόκκινο το ακάνθινο φεγγάρι του.
Κι ο κόσμος όλος θα φωνάξει:
«Ιδού ο βασιλεύς των ανιδέων!…»





ΕΓΚΩΜΙΟ Α΄


Η ζωή εν τάφω, έρωτά μου νεκρέ,
στο ανθισμένο σεντόνι της άνοιξης
το κορμί μαραμένο απόθεσες.

Η ζωή, πώς φεύγει; και κανέναν ποτέ
από κάτω δεν είδα ν’ ανέβηκε.
Των μνημάτων με τυφλώνει το λευκό;

Ω θνητέ, αντέχεις το Θεό να πενθείς
μα για σένα κανένας αθάνατος
δε θα κλάψει στον τάφο σαν θα μπεις…

Βασιλιά της λύπης, Έρωτά μου, πετάς
απολιθωμένα τριαντάφυλλα
μες στου Άδη- για να σκίσεις- την κοιλιά.

Του μυαλού η τρέλα, του κορμιού ο σπασμός,
χορηγέ της πνοής μου, άπνους φαίνεσαι,
φιλημένος απ’ τα χείλη των νεκρών.

Οι νεκροί στο μνήμα, κι εσύ μες στους νεκρούς…
πιο βαθιά να σε θάψουν δε γίνεται.
Δυο καρδιές που ματώνουν την άβυσσο.

Πασχαλιές που ανθίζουν, μαραμένες ψυχές:
ποιες μοσχοβολούνε , λέτε, πιότερο;
Των ερώτων μας ο πόνος ιερός.

Τη ζωή ποιος θέλει, σαν ο πόθος δε ζει;
Ποιος και ποιον και πού θα ερωτεύεται;
Αφού όλοι ήδη είμαστε κανείς…

Ποιος, ζωή πια δίχως, ποιος, ανάσα χωρίς,
απ’ τα πλήθη των νεκρών που σε πίστεψαν
να σου δώσει το φιλί, αχ , της ζωής;…

Οι καρδιές πώς σπάγαν…,για να σμίξουν μαζί,
κι απ’ τη γη αποσπώνταν να γίνουνε
δορυφόροι στο δακτύλιο του Παντός.


Ναι , νεκρή αγάπη, όχι τ’ Άδη οχυρό,
δεν μπορεί να με διώξει το σκότος σου
να μην κλάψω ό,τι χάρηκα στο φως…

Άνοιξη θα είναι που θ’ ανοίξει η γη
κι όσοι έως θανάτου αγάπησαν
θα ξανα-αγκαλιαστούνε ζωντανοί!



ΠΕΖΟ Β΄


Η νύχτα άρχισε ν’ απλώνει τα δίχτυα της στον κόσμο.Μέσα της σπαρταρούνε ασημένιοι σταυροί, χρυσά άμφια και πήλινες ψυχές.
Εδώ και ώρα στέκω στο σταυροδρόμι που ορίστηκε να συναντηθούν όλοι οι Επιτάφιοι της ζωής μου. Οι καμπάνες από μακριά εξακολουθούν να πενθούν υποκριτικά τη σιωπή που σκοτώνουν. Κάποιοι γέροι κρέμονται απ’ τα μπαλκόνια των σπιτιών τους για να δουν- τον εαυτό τους να γυρνά, παιδάκι, μ’ ένα κερί στο χέρι, στα καλντερίμια του χωριού τους. Μερικές γυναίκες μένουν παγωμένες ν’ ακούσουν- τις πνιχτές τους ανάσες τη νύχτα που τις επισκέφτηκε για πρώτη φορά ο δικός τους Νυμφίος.
Ο Χρόνος, ανελέητος, μ’ ένα φανάρι και με βραχνή φωνή τριγυρνά στους δρόμους κι εξαναγκάζει τους εναπομείναντες περαστικούς να τον ακολουθήσουν ως την πομπή. Γύρω απ’ το λαιμό του, ένας κόκκινος κύκλος. Ακούω στις τσέπες του να κουδουνίζουν τ’ αργύρια. Τόσους αιώνες, δεν είχε πού να τα ξοδέψει…
Από παντού ακούγεται ψαλμωδία. Οι ύμνοι ανακατεύονται μεταξύ τους, το έαρ με τους τάφους όλων των γενεών, το λιβάνι με το καυσαέριο της πόλης, τα κεριά με τ’ αστέρια, οι ιερείς με τον Ιούδα, κι οι Επιτάφιοι μ’ εσένα.Το πλήθος πλησιάζει αργά ώσπου το μαγεμένο δάσος των κεριών να με καταπιεί. Συντονίζομαι στο βηματισμό της κηδείας.



ΠΟΙΗΜΑ Β΄

*
Πήρες βαριανασαίνοντας του Γολγοθά το δρόμο
κι είχες βαρύ ένα Σταυρό στον τρυφερό Σου ώμο.

Μες στις παλάμες τα καρφιά απ’ το σφυρί στραβώσαν
σα να υποκλίθηκαν βαθιά σ’ Αυτόν που τα καρφώσαν.

Τρυπά η λόγχη τα πλευρά και χύνεται το αίμα
και σου φορούν ακάνθινο στεφάνι αντί για στέμμα.

Χολή και ξύδι σου ‘δωσαν –είσ’ όλος ένα τραύμα…
Και ο ληστής σου ζήταγε να κάνεις ένα θαύμα.

*
«Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί»…
Θεό δεν έχουνε οι ουρανοί;

«Ας γίνει», είπες , «το θέλημά σου».
Η αγάπη ήταν το έγκλημά σου.

Αίμα δεν έχεις άλλο να χύσουν.
Όλο το δίνεις σ’ αυτούς, να ζήσουν.

*

Η γη τραντάζεται, οι τάφοι ανοίγουν,
νεκροί σηκώνονται και ξανασμίγουν.

Χλομό απ’ το ξύλο Σου Σε κατεβάζουν
κι ευθύς στη θέση Σου εμένα βάζουν.

Η απουσία της είναι, Χριστέ μου,
Σταυρός- κι Ανάσταση δε ζω ποτέ μου!



ΕΓΚΩΜΙΟ Β΄


Γενιές παλιές και νέες θρηνούνε την ταφή σου,
νεκρή, αιώνια αγάπη…
Κι ο άντρας κι η γυναίκα στο χώμα της ψυχής τους
βαθιά μέσα σε θάβουν.
Και σα να μην υπήρχες ποτέ μες στη ζωή τους
πορεύονται μακάριοι.
Ώσπου να ‘ρθει μια μέρα απρόσμενα τα δάκρυα
να στάξουν απ’ τα μάτια.
Κι ο ήλιος θα μαυρίσει, τα δέντρα θα λυγίσουν
θα μαραθούνε τ’ άνθη…
Τα όρη θα μουγκρίσουν, μαζί τους θα ψελλίσω:
«Γιατί σιωπάς, αγάπη;»

Στρατιές νέων και γέρων, αγέννητες ψυχούλες
και χρόνια πεθαμένες
στου έρωτα δε λένε ν’ αναπαυτούν ακόμη
το μέγα χωνευτήρι.
Ξοπίσω ακολουθούνε το λόγο της ζωής τους
νεκρός τώρα που είναι.
Θρηνούν για όσα ζήσαν και ζουν για όσα θρηνήσαν-
τα πάθη της ψυχής τους.
Το δάκρυ τους πριν πέσει στη γη, αρωματίζουν
του Ερωταφίου τ’ άνθη…
Κι όλοι σα μεθυσμένοι κοιτούν πάνω να καίνε
κεριά αντί γι’ αστέρια,
σα να ‘γινε καθρέφτης ο ουρανός και δείχνει
τη θεία περιφορά σου.
Κι αντί νεκρό, τ’ αστέρια πένθιμα συνοδεύουν
ένα χλομό φεγγάρι…

Μ’ ένα λιγνό κεράκι κι εγώ σ’ ακολουθάω
νεκρή, αιώνια αγάπη…
Πού βρήκα το κουράγιο περιφορά να κάνω
της στάσιμης ζωής μου;…
Στην εκκλησιά σα φτάσω ας μου παραχωρήσει
ο Θάνατος στασίδι!




ΠΟΙΗΜΑ Γ΄

Μέσα στο γλυκασμό του πένθους
περνάς από μπροστά μου και ρουφώ
το μαύρο οξυγόνο των μαλλιών σου.
Γονατίζω, να μη δω τα μάτια
που μ’ αποκαθήλωσαν.
Με σηκώνεις σαν το Λάζαρο απ’ τον τάφο,
κουρασμένο απ’ τις τόσες αναστάσεις του.
Σήμερον κρεμάται επί του στήθους σου ο Εσταυρωμένος
στο αλυσιδάκι του.
Το κερί σου χύνει από ηδονή
το δάκρυ του στα δάχτυλά σου.

Φυσάει και σκορπούν τα λουλούδια
του φουστανιού σου,
να σκεπάσουν τον ντροπαλό Ιησού.
Φυσάει και πετούμε αγκαλιασμένοι
πάνω απ’ τον Επιτάφιο,
πιο ψηλά κι απ’ τ’ αστέρια που ‘γιναν φλόγες
στα κεριά των πιστών,
πιο ψηλά κι απ’ το Θεό που δεν πίστευε το θαύμα.
Ανασταίνεται ο Υιός Του να μας δει,
οι καμπάνες χαρμόσυνα χτυπούν
-Παρασκευή Μεγάλη, Πάσχα!-
αγκαλιάζονται οι πιστοί κι όλοι ψάλλουν:
«Έρως ανέστη εκ νεκρών…».

Μα ο αέρας ξάφνου σταματά,
τ’ αστέρια ξανακαρφώνονται στη θέση τους,
οι καμπάνες πάλι πένθιμα ηχούν,
ο νεκρός επιστρέφει στο Μεγαλοβδόμαδό Του
και οι δύο πέφτοντας από ψηλά
-Θεέ μου, γιατί μ’ εγκατέλειψες;…-
ακούμε ν’ αντηχεί σ’ όλη τη γη
το «Τετέλεσται».





ΕΓΚΩΜΙΟ Γ΄

Ω, στέμμα του Απρίλη, Ερωτοκράτωρ Έαρ,
Βασίλειο των δακρύων…
μέσα στην τόση δίνη της ομορφιάς οδύνη
πόση μπορώ ν’ αντέξω;
Ω, μύρο μου χυμένο, χαμένο χελιδόνι,
πώς Άνοιξη θα φέρεις;
Ουρανοθαλασσάκι και Ηλιοφεγγαράτη,
φιληδονοφωλιά μου!…
Γυμνή σε είδα μόνο σε ονειροκαταρράκτες
να πνίγεσαι γαλήνια.
Το χέρι μου σου απλώνω, μα ο βυθός του ύπνου
σε καταπίνει πάντα…
Πού φως τώρα να χύνεις και ποιου ουράνιου θόλου
να σε φθονούν τ’ αστέρια;…


Σκαμνί έχω το παρόν μου, σκοινί το παρελθόν μου
και για κλαδί, το μέλλον.
Χρόνε, ψυχρέ προδότη, Ιούδα Ισκαριώτη,
να σε κρεμάσω θέλω!
Σ’ ό,τι κι αν αγαπήσω, μαθαίνεις πώς να δώσει
φιλί της προδοσίας.
Μα όμως δε σ’ αντέχει ούτε κι αυτό-για σκέψου!-
και σπάει το σκοινί μου.
Ερωτοκτόνε Χρόνε, ως πότε θα διαβάζω το Δυσαγγέλιό σου;…





ΠΕΖΟ Γ΄

Το περιβραχιόνιο του πένθους άρχισε να σφίγγει περισσότερο το μπράτσο της Μεγάλης Παρασκευής. Αισθάνομαι ξένος μέσα στο πλήθος.
Κουνώ μηχανικά τα πόδια, για να μη με ποδοπατήσουν. Ο Σταυρός μπροστά γέρνει λίγο αριστερά-σα να συγχώρεσε τον αμαρτωλό ληστή.
Το κερί μου, από αιώνες σβηστό. Φυσάει ένα αεράκι κι αναριγούν τ’ άνθη του Επιταφίου, λες και σαλεύει από κάτω τους ο νεκρός. Μία στιγμή μου φάνηκε να περπατά δίπλα μου αναστημένος, με μια φλόγα στο χέρι. Τα ρούχα Του λευκά, όπως κι όλων των άλλων. Το πρόσωπό Του καθησυχαστικό. Μου χαμογέλασε: «Θα σε ξαναδώ στην Ανάστασή σου», μου είπε και προχώρησε βιαστικά μαζί με τους άλλους. Έμεινα ακίνητος να κοιτώ. Τότε κατάλαβα: ήμουν εγώ μέσα στον Τάφο! Και θαμμένη μέσα μου, εσύ…Κι εκατοντάδες Χριστοί μας συνόδευαν. Στον δικό μας Ερωτάφιο. Σ’ αυτήν τη μοναδική Παραφορά του Ερωταφίου. Μία μικρή παρασκευή.


*Το ποίημα γραφόταν επί πέντε χρόνια από Μεγαλοβδόμαδο σε Μεγαλοβδόμαδο
**Οι δύο πρώτες εικόνες του ποστ είναι collage μου.