Το σχολείο που διδάσκω είναι ακριβώς απέναντι απ’ το σχολείο που μαθαίνω
να μετράω τις μέρες μ’ όλα τα χωρίς σου.
Κάνω μάθημα έχοντας τη δυνατότητα να κοιτώ απ’ το παράθυρο κλεφτά προς
τα μνήματα, μαντεύοντας κατά πού πέφτει ο τάφος σου.
Δεν έχω διδάξει υπερσυντέλικο χωρίς να σε σκεφτώ...
Κάποιες φορές σηκώνεται ένα απαλό αεράκι που περνά μέσα στην αίθουσα,
παίρνει τα χαρτιά μου, ξεφυλλίζει τα βιβλία των μαθητών, ανασηκώνει το
χάρτη και σταματά μπροστά στα πόδια μου σαν υπάκουο σκυλί. Κάνω πως
δεν καταλαβαίνω και συνεχίζω το μάθημα.
Χθες τ’ απόγευμα, καθώς έφευγα απ’ το σχολείο και το φως ήταν
κουρελιασμένο απ’ τις λόγχες των κυπαρισσιών, πάνω στη γέφυρα του τρένου,
σκαρφάλωσε το γοερό κλάμα μιας μαυροφορεμένης που ’χε πέσει πάνω στ’
άσπρα μάρμαρα της ψυχής της. Έκανα και πάλι πως δεν κατάλαβα και
συνέχισα το δρόμο μου.
Αύριο όμως, όπως θα περνάω και πάλι μπροστά απ’ την πόρτα του
νεκροταφείου και δε θα στρίβω το κεφάλι, καθώς θ’ ανεβαίνω τις σκάλες της
γέφυρας και δε θ’ ακούω τίποτε, καθώς θα κάνω μάθημα με όλα τα παράθυρα
κλειστά, καθώς θα βλέπω τη φωνή σου να τρυπά το αόρατο,
αύριο λοιπόν φοβάμαι πως πρώτα θα τρέξουν τα δάκρυα να μου ευχηθούν –
γιατί, τουλάχιστον αυτά, θα καταλάβουν...