Μαζεύτηκαν από πάνω μου όλα τ’ άστρα
και μ’ έραναν με σκοτάδι.
Πουθενά δεν είσαι
σαλπάρει η Σαλαμίνα για τ’ ανοιχτά του φεγγαριού
σαλπίζει ο άνεμος το σιωπητήριο της θάλασσας
σαλτάρουν οι νότες απ’ τον πέμπτο
του πενταγράμμου
πουθενά δεν είσαι
σκίζεται ο καιρός για να περάσει η μνήμη
σκοράρει το Μηδέν στο τέρμα του Ενός
σκουντουφλά ο άγγελος πάνω στις κλειστές του φτερούγες
κι ο θεός τριγυρνά ανάμεσα στις λέξεις σου
απελπισμένος που δεν υπάρχει
πουθενά
δεν είσαι μέσα στο ποίημα αυτό
που μαστιγώνει τις σιωπές του
για να κραυγάσει η αγάπη.
(Μου ’γινε η Άνοιξη ανοιχτή πληγή
που βιάζομαι να κλείσω.)
και μ’ έραναν με σκοτάδι.
Πουθενά δεν είσαι
σαλπάρει η Σαλαμίνα για τ’ ανοιχτά του φεγγαριού
σαλπίζει ο άνεμος το σιωπητήριο της θάλασσας
σαλτάρουν οι νότες απ’ τον πέμπτο
του πενταγράμμου
πουθενά δεν είσαι
σκίζεται ο καιρός για να περάσει η μνήμη
σκοράρει το Μηδέν στο τέρμα του Ενός
σκουντουφλά ο άγγελος πάνω στις κλειστές του φτερούγες
κι ο θεός τριγυρνά ανάμεσα στις λέξεις σου
απελπισμένος που δεν υπάρχει
πουθενά
δεν είσαι μέσα στο ποίημα αυτό
που μαστιγώνει τις σιωπές του
για να κραυγάσει η αγάπη.
(Μου ’γινε η Άνοιξη ανοιχτή πληγή
που βιάζομαι να κλείσω.)