Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Επί του τάφου *

«Αλίμονό μας, θάνατε,
κανείς δε σου ξεφεύγει.»
«Θνητοί, η ζωή που κάνατε
απόκαμε και φεύγει.»


Ποια χαρά τη σειρά
σε μια λύπη δε δίνει;
Και αθάνατη ποια
δόξα είδες να μείνει;

Ένα ανθάκι ο θνητός
που φυσά και σκορπάει…
ένα όνειρο, απλώς ·
ξημερώνει και πάει.

Τους αγγέλους κοιτάς,
το Θεό ικετεύεις ·
κάτι πάλι ζητάς -
μια ζωή ζητιανεύεις.

Αχ, πώς τρέμει η ψυχή
σαν χωρίζει απ’ το σώμα…
Πόσο λίγη η ζωή…
πότε έγινες πτώμα;

Πού είναι τώρα, για δες,
των ανθρώπων τα πλήθη;
Όλα στάχτη, σκιές,
τα σκεπάζει η λήθη.

Ποια οστά ανήκουν, πες,
στο φτωχό και στον πλούσιο;…
Μια ουσία έστω βρες,
σ’ ένα βίο ανούσιο.

Μία τέτοια ομορφιά
που στη γη κατεβαίνει
δεν αντέχει η ματιά
και το στόμα σωπαίνει.

Από χώμα στυφή
είχες πάντα μια γεύση
γιατί είσαι από γη
«και εις γην απελεύσει.»

Απ’ του βασιλικού
το λιγνό κλωναράκι
πάρε στάλες νερού
να δακρύσεις λιγάκι…

Στην άκρη τάφου ανοιχτού
όποτε πάω, δειλιάζω -
γιατί στη θέση του νεκρού
Θεέ μου, εμένα βάζω.


* Εμπνευσμένο από τη Νεκρώσιμη Ακολουθία.