Κυριακή 8 Απριλίου 2012

Στρατοπεδεύοντας στη Μνήμη

I

Άφιλτρες νύχτες στου σκοταδιού το πακέτο σου
ξενυχτούνε στα χείλη σου
μέχρι να γίνουνε γόπα
ξημερώματα
κύματα νάνων να επιστρέφουν
απ’ τα ορυχεία της κλίνης σου
μουντζουρωμένες μύτες ρούχα σκισμένα
φτυάρια αξίνες και κασμάδες
όλα ψηλότερα απ’ το μπόι τους
άδικα πάλεψαν και σήμερα
στοές ανοίγοντας κλειστός να γίνει
λαβύρινθος χωρίς το μίτο του φωτός ο Ύπνος
ένας ύπνος χλωρός γεμάτος δάση χεριών
με δάχτυλα δέντρων που τρίβουνε σπίρτα
να σβήσουν τα μάτια ν’ ανάψουν τα όνειρα.

Φυσάει ο άνεμος κι απλώνει το κόκκινο.
Αναδασωτέος κι ο έρωτας στην πλαγιά με τις μνήμες
κι η στάχτη γκρίζο αρνητικό έγχρωμου ψέματος.

Άφιλτρη πίκρα, άπειρη να καταντήσει γόπα.

Και θα ’ναι πάντα ξημερώματα
τα βλέφαρά σου θα μουσκεύουν
από τα κύματα των νάνων που επιστρέφουν
μέσα στη σκόνη και με του στόματος τη στέγνια.

«Λίγο κονιάκ, λίγο κονιάκ, τα λόγια να μεθύσουν
και ζαλισμένα να σκοντάψουνε
στο κεφαλόσκαλο των μύθων!»

- Κυρα-Σιωπή, μη με τη σκούπα σου τα κυνηγάς,
αυτά είναι που σε ζουν, τα λόγια,
με τα διαλείμματα της πλήξης τους
και τη συνέχεια των ενοχών τους…

Απόψε
δε θα διψάω μόνος μου
θα μοιραστώ τη δίψα μου
μαζί με το νερό.

II

Απόψε
πώς θα ραΐζω μόνος μου…
Θα μοιραστώ σαν τράπουλα
στων τύψεων τα χέρια.
Πρώτη φορά θα ταυτιστώ
μ’ ένα μπισκότο που διαλύεται
μες στ’ αχνιστό καφέ -
το χρώμα των ματιών σου!

Στρατοπεδεύοντας στη Μνήμη
δε θα σύρω
κουφάρια λέξεων
γύρω απ’ τον τάφο των χειλιών σου.
Τον Πρίαμο δεν τον σεβάστηκε
μόνον ο Αχιλλέας
αλλά κι η σκόνη
που τυχαία κόλλησε στα μάγουλά τους
κι έτρεξε λάσπη δακρυσμένη
με σταλακτίτες τέτοιους
τα σπήλαια των Μύθων να ομορφύνουν…

Ψυχές των ανθρώπων
δύστροπες ιδιοκτήτριες δωματίων
που όταν δεν έχει νοίκι να πληρώσει ο Έρωτας
στριμώχνεται κάτω απ’ το ίδιο κεραμίδι
με μιαν απόφαση αυτοκτονίας…
Μα όταν λευκαίνεται η φωνή σου
μ’ όλο το μαύρο του βρυχάται ο θάνατος!

III

Τελευταία μιλούσες όλο και πιο λευκά.
Η φωνή τρεμοσβήνοντας
να θυμίζει
κερί της Ανάστασης στο δρόμο για το σπίτι
και μια παλάμη τείχος σινικό γύρω - γύρω να κλείνει
για τον άνεμο.
Λιγοστεύει η φλόγα κι ούτε που φαίνεται
κι ο πιστός απελπίζεται
σταματά να βαδίζει
γύρω κανείς, δε θα ’χει μετά από πού
ν’ ανάψει
όμως ξάφνου το φως ανεξήγητο
πάλι υψώνεται.
Πέντε δάχτυλα είναι λίγα
να φυλάξουν μια φλόγα
όπως κι όλα αυτά που σιωπούν
δεν αρκούν ν’ ακουστεί
η φωνή σου που χάνεται.

Να το ξέρεις
σαν ηχώ της ψυχής σου
επιστρέφει το σώμα μου…