Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Το κύμα

Της θάλασσας είμαι ανήμερο κύμα
που θέριεψαν άλλα φερμένα απ’ τα βάθη
και δώσαν σε μένα πανάρχαια σκυτάλη
την άγρια ορμή τους να μην ξεθυμάνω
και τόσο ταξίδι του κάκου μην πάει...

Η χαίτη μου αφρίζει περήφανη ωραία
με στάλες ραντίζει ψηλά τον αέρα
κι οι οπλές μου ξαφνιάζουν βυθό κοιμισμένο
την ώρα με φόρα που ορμώ προς τα νέφη
στη γη με γυρνούνε γαμψώνυχων ράμφη...

Στεριές με τ’ αδέρφια μου να κατακτούσα
να πνίγαμε όσους συρθήκαν σκουλήκια
να πλέαν εντός μας ζητιάνοι και κλέφτες
και το βουητό μας τους γόους να σκεπάζαν
μα είμαι μονάχο και γύρω γαλήνη...

Τουλάχιστον νά ’μπω στην πλώρη του πλοίου
που αισθάνομαι όλο να με πλησιάζει
σαν φόβος να ζήσω στα μάτια του ναύτη
κι αργότερα αλμύρα σ’ απόμαχο δάκρυ
αλλά η καρίνα στα δύο με σχίζει...

Αν έγλειφα ίσως γλυπτό σώμα κόρης
που μια παραλία θα μου ’χε χαρίσει
μετά, θα μπορούσα, τον άγριο οργασμό μου
γαλήνιο να σβήσω κι υποταγμένο
στα πόδια σας που ’χουν στην άμμο βουλιάξει...