Πέρασε μέσα μου η νύχτα
και φωτίστηκα από ερημιά.
Το φεγγάρι πάλι εκεί να θυμίζει
κρανίο νεκρού
και τ’ αστέρια σταφίδες ξανθές για της μέρας τα κόλλυβα.
Στην παλίρροια των σκέψεων και στην άμπωτη της ανίας
ανεβαίνουν ξανά να στεγνώσουν στο φως
τα ερημονήσια των πόθων -
αχνίζει από κόλαση ο κρατήρας του έρωτα
και για λάβα του χύνει όρκους ρευστούς
που απειθάρχησαν στην υλοποίησή τους.
Περιστρεφόμενος κι ο Παράδεισος κατακόκκινος λάμπει
σαν το μήλο της αμαρτίας -
τα σκουλήκια του θρέφει για προνύμφες αγγέλων
τα φτερά τους αργότερα να λευκαίνουν το σάπιο.
Με την πτώση ενός φύλλου ανεβαίνουν ψηλά οι ψυχές των δασών
εξατμίζοντας πράσινο.
Κι ο χειμώνας πάντα με αχρωματοψία
απ’ τις ρίζες συθέμελα σαν μας κουνά να μας ρίξει τα φύλλα,
μας αδειάζει απ’ το αίμα μας.
Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2012
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου