Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2009

Εν αρχή ην ο Όμηρος



Δε θα μπορούσε να ξεκινήσει από κάπου αλλού το ΑΡΧΑΙΟΔΡΟΜΙΟ παρά από αυτόν το μεγάλο επικό ποιητή.

Μα δεν έχω σκοπό να αρχίσω τα πραγματολογικά στοιχεία που μπορείτε να τα βρείτε φαντάζομαι εύκολα οπουδήποτε...

Θα ήθελα λοπόν μ' αυτό το ποστ να σας συστήσω μια όχι και τόσο γνωστή περίπτωση μετάφρασης των δυο επών του, που συγκλονίζει...

Ψυχή της;...

Ο Γεώργιος Ψυχουντάκης




Τόση ψυχή χρειαζόταν να πραγματοποιήσει αυτόν τον άθλο,που την αντανακλά και τ’ όνομά του.
Ιλιάδα και Οδύσσεια σε έμμετρο ομοιοκατάληκτο στίχο!!!

ή ...όταν ο Κορνάρος συναντά τον Όμηρο...

Βοσκός στο επάγγελμα ο Ψυχουντάκης μα ήξερε να ποιμαίνει και τις λέξεις...

Το κράμα του κρητικού ιδιώματος με τον ομηρικό λόγο δημιουργεί μιαν αναπάντεχη ποιητική ατμόσφαιρα,ενώ ο δεκαπεντασύλλαβος κι η ζευγαρωτή ομοιοκαταληξία δίνουν ένα μοναδικό ρυθμό στα δυο έπη,που τα καθιστούν αγνώριστα ελκυστικά μεταφερόμενα στη νεοελληνική τους εκδοχή.
Η λαϊκή απλότητα,η απουσία όποιας λογιοσύνης και η αφηγηματική άνεση ενός σύγχρονου παραμυθά δεν μπορούν να περάσουν απαρατήρητες...

Τα δυο βιβλία κυκλοφορούν από τις Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης (1979 και 1995) και για το έργο του αυτό ο μεταφραστής έχει τιμηθεί με το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών.

Επιλέγω κάποια αποσπάσματα από την ι (την Κυκλώπεια) και από τη λ (Νέκυια) της Οδύσσειας,για να δειγματίσω το ρέοντα λόγο που μπορεί να τέρψει τους αναγνώστες τόσο στην απόδοση των ωμών ρεαλιστικών σκηνών όσο και στη μεταφορά ευαίσθητων συγκινητικών στιγμών.

Τα σχόλια δικά σας...


ι 286-297

Του ‘πα κι αυτός σφακόπινε κι ουδέ μιλιά δε βγάνει,
μόνον απάνω μας ορμά και χέρι μασε βάνει
και δυο συντρόφους μου αρπά,χάμαις στη γης χτυπά τους,
σκυλάκια σάμπως να ‘τανε κι ετρέχαν τα μυαλά τους
στο χώμα και το μούσκευαν. Κατόπιν τους αρπάζει
κομμάτια τσ’ έκαμε, μ’ αυτούς το δείπνο κι ετοιμάζει.
Και τίποτα, σαν του βουνού λιοντάρι, δεν αφήνει
άντερα,σάρκες και κοιλιές μαζί τα καταπίνει
και κόκαλα που ‘χαν μυαλό. Κι εμείς να τα θωρούμε,
τέτοιον αβάσταχτο καημό, κλαίμε,παρακαλούμε
τον Δία να μας λυπηθεί, με χέρια σηκωμένα,
μα φως και δεν εβλέπαμεν από ποθές κανένα.
Κι ο Κύκλωπας τσ’ ανθρώπινες τσί σάρκες σαν κατάπιε
κι άκρατο γάλα ερούφηξε κι έφαε και παράπιε
και την ξεπατωμένη του σαν γέμισε κοιλιά του,
εξάπλωσε φαρδύς πλατύς ανάμεσα στ’ αρνιά του.

λ 84-89

Και να της μάνας μ’ η ψυχή, τσ’ Αντίκλειας, ξεπροβαίνει,
της κόρης του Αυτόλυκου τ’ αντριωμένου φτάνει
έζειεν, στην Τροίαν πριν διαβώ , μα ‘χεν εδά ποθάνει.
Κλαίω και στην καρδια πονώ, τη μάνα μου θωρώ τη,
μα μούδ’αυτήν δεν άφηκα για να σιμώσει πρώτη
στο αίμα, κι ας ραγίζουνταν τα σωθικά στον πόνο,
πριν να ρωτήξω την ψυχή πρώτη του μάντη μόνο.

λ 149 κ.ε.

Του Τειρεσία η ψυχή σαν μου ‘πε τα γραμμένα
της τύχης, ξαναγιάειρεν εις τα σκοτεινιασμένα.
Κι αμετακούνητος εγώ εκάθουμουν,οπότες
στο μαύρον αίμα κι η ψυχή της μάνας μου να τότες,
σιμώνει,πίνει και γιαμιάς εγνώρισε ποιος ήμου
με κλάματα και με λυγμούς γυρίζει και μιλεί μου:
«Πώς ήρθες γιε μου ζωντανός εις τ’άλιαστο σκοτάδι;
Π’ ανθρώποι ζωντανοί ποτές δεν μπαίνουσιν στον Άδη...

Μήτε κι αρρώστια μ’εύρηκε σαν κείνες που μαραίνουν
ανθρώπου καθανιούς κορμί και την ψυχή του παίρνουν.
Μα μένα μ’ έφαγε ο καημός, η γ’έγνοια σου και μόνο,
οι χάρες σου κι οι γι αρετές και χάθηκα με πόνο,
λαμπρέ Δυσσέα, κι η γλυκιά σβήστηκεν η ζωή μου!»

Τούτά πε κι ελαχτάρησεν κι εμένα η ψυχή μου
της ποθαμένης την ψυχή,της μάνας μου ν’ αγγίξω,
που ‘ταν κοντά μου και γλυκά στην αγκαλιά να σφίξω.
Και τρεις της χίμηξα φορές με πόθο να την πιάσω,
τρεις σαν σκιά,σαν όνειρο, μου ‘φυγε να τη χάσω
ανάμεσα απ’τα χέρια μου κι έμενα πάλι μόνος.
Και το φαρμάκι θέριευε στα σπλάχνα μου κι ο πόνος
κι εφώναξά της κι είπα της με λόγια φτερωμένα:
«Μάνα μου,γιάντα στη στιγμή κι ως έχω τα απλωμένα
τα χέρια μου δε στέκεσαι,μα φεύγεις κι είσαι χώρια,
να σφιχταγκαλιαστούμενε μες στ’Άδη τα κατώγια;
Μάνα και γιος αγκαλιαστοί να κλάψουμε κι οι δύο,
να βρούμε την παρηγοριά στο κλάψιμο το κρύο;
Φάντασμα, μήπως σ’έστειλεν η θεία Περσεφόνη
να μου πληθιάνουν οι καημοί κι οι στεναγμοί κι οι πόνοι;»
Κι η μάνα τότες η γλυκιά γιαμιάς μ’απιλογήθη:
«Παιδί μου, π’ατυχότερος κανείς δεν εγεννήθη,
η κόρη ,γιε μου, του Διός απάτες δε σου κάνει
μον’ειν’ ετσά το ριζικό τ’ ανθρώπου σαν ποθάνει.
Τα νεύρα και τα κόκαλα τις σάρκες δεν κρατούσι,
μα λυσσιασμένη πάνω τους πέφτει φωθιά κι αρπούσι
και σβήνουν κι αφανίζονται από την ώρα εκείνη
που τ’άσπρα κόκαλα η ζωή μισεύει και τ’αφήνει
κι η δε ψυχή σαν όνειρο πετά και φτερουγίζει.
Μα γύρισε πάλι γοργά στον κόσμο που φωτίζει,
σαν μάθεις όλα πια μπροστά τούτα και να θυμάσαι,
μια μέρα στη γυναίκα σου κι εσύ να τα διηγάσαι.»

Όσο για τον Όμηρο ,τι να πει κανείς;...
Κάποτε κάποιοι νέοι του ‘βαλαν να λύσει ένα γρίφο.

"Σκοτώνουμε ό,τι πιάνουμε,μα το άπιαστο μαζί μας
όπου κι αν πάμε φέρνουμε ,πάνω στην κεφαλή μας."

Ο γέροντας παιδεύτηκε να βρει το νόημα του λόγου και λυπήθηκε τόσο πολύ για την αποτυχία του,λέει ο μύθος ,που πέθανε.

Ίσως ο μύθος να πλάστηκε για να φανεί πως ένας τόσο μεγάλος άντρας πέθανε από κάτι τόσο μικρό κι ασημαντο όπως είναι οι ...ψείρες (η λύση του γρίφου), ίσως όμως και να ήθελε να μας πει πως...

μόνο από τις λέξεις θα μπορούσε να χάσει τη ζωή του ο μεγαλύτερος ποιητής του κόσμου-από αυτές δηλαδή που θα κέρδιζε και την αθανασία...

υγ.Ψάχνοντας για τον Ψυχουντάκη ,έπεσα πάνω σ' ένα καταπληκτικό αφιέρωμα γι' αυτόν από το Βασικό Μέτοχο-δείτε το...αξίζει!

Δεν υπάρχουν σχόλια: