Σάββατο 3 Νοεμβρίου 2012

Όνειρο β΄

Σκυμμένος στο γραφείο μου. Απελπισμένος που δεν μου βγαίνει ένα ποίημα. Από το πουθενά μου παρουσιάζεται ένας όμορφος νέος , ντυμένος μ’ ένα εκτυφλωτικά λευκό κοστούμι και μου λέει: 
-Θες να γράψεις το καλύτερο ποίημα όλων των εποχών; 
-Φυσικά…, του απαντώ. 
-Θα σε βοηθήσω εγώ. Μόνο που …αυτό το ποίημα πρέπει να εξυμνεί εμένα. Το Κακό. 
-Ποιος είσαι; 
-Ο Διάβολος. 
Έκπληξη. Σα να μην τον πιστεύω. Άλλην εικόνα είχα σχηματίσει για τη μορφή του. 
-Δέχεσαι; 
-Ναι! του απαντώ. 
-Συνέχισε λοιπόν το γράψιμο. Θα ξανάρθω όταν θα έχεις τελειώσει - να μου το δώσεις. 
Φεύγει. Ξεκινώ το γράψιμο. Το μολύβι πάνω στο χαρτί λαχανιάζει, δεν προλαβαίνει τη σκέψη μου. Οι στίχοι όλοι φεγγοβολούν τελειότητα. Προσπαθώ να τους αποστηθίσω όπως τους γράφω.(Για να τους διασώσω μόλις ξυπνήσω;…Δυστυχώς δεν κατάφερα να θυμηθώ ούτε λέξη…) Τελειώνω έχοντας γράψει αρκετές σελίδες. Είμαι σίγουρος πως κρατώ στα χέρια μου το καλύτερο ποίημα που έχει γραφτεί ποτέ. Δε με πειράζει που εξυμνεί το Κακό…Το μόνο που σκέπτομαι είναι να μην έρθει ο άλλος και μου το πάρει. Το κρύβω αμέσως μέσα σ’ ένα κουτί. 
Ευθύς εμφανίστηκε, χαμογελαστός, με τα χέρια του δεμένα πίσω στην πλάτη. 
-Τέλειωσες; με ρωτά ειρωνικά. 
-Ναι…,απαντώ προσπαθώντας να μη δείχνω τρομαγμένος. 
-Πού είναι; 
-Δεν ξέρω…,το έχασα. 
-Προσπαθείς να με ξεγελάσεις, ε;….Αυτό δεν είναι; λέει γελώντας τρανταχτά και φέρνει τα χέρια του μπροστά κουνώντας τις σελίδες με το ποίημα!… 
Έκπληξη…Μα αφού το είχα στο κουτί…. 
-Θα δεις τώρα ποια θα είναι η τιμωρία σου…, μου λέει με ύφος γλυκό. 
-Άρχισε να μου το διαβάζεις λοιπόν…,και μου δίνει τα χαρτιά στο χέρι. 
Τρέμοντας από τον φόβο, αρχίζω να διαβάζω μεγαλόφωνα. Σιγά - σιγά, παρατηρώ πως ο εμφανίσιμος κύριος αρχίζει ν’ αλλάζει πρόσωπα, να παραμορφώνεται - σαν να ’ναι από την ευχαρίστησή του στο άκουσμα του ποιήματος - ενώ ταυτόχρονα κάθε φορά που τελειώνω την ανάγνωση ενός στίχου, το χαρτί καίγεται στην ευθεία αυτού του στίχου. Επιταχύνω την ανάγνωση, φοβάμαι μη μου κάψει τα χέρια, οι φλόγες τρέχουν πάνω στο αριστούργημα όλων των αιώνων, ενώ παρατηρώ έντρομος τις τρομαχτικές αλλαγές στη μορφή του - δράκος με πύρινες φλόγες από το στόμα, θηρίο άγριο και στο τέλος της ανάγνωσης…, καπνός. 
Έχω μείνει μόνος, με σωριασμένη μπροστά μου τη στάχτη απ’ το καλύτερο ποίημα του κόσμου. «Αυτή ήταν η πρώτη και τελευταία φορά που ακούστηκε», συλλογίζομαι. Αυτή ήταν και η τιμωρία μου.