ανταμωμένο σαν μέσα από το πελώριο
δάκρυ ενός νάνου που έπαψε να περπατά απαρατήρητος ανάμεσά μας και
ξαναγυρνά μέσα στο παραμύθι για να κοιμηθεί. Ακολουθώντας τα χνάρια του
βρέθηκα μπροστά από μια θεόρατη ξύλινη πόρτα - έβαλα τ’ αφτί μου πάνω
της ν’ αφουγκραστώ: γέλια παιδιών κυνηγημένων απ’ τον ενήλικο εαυτό
τους, σύρσιμο αλυσίδας στα πόδια της χαράς για να μη φτάνει γρήγορα μες
στις ζωές μας, ποδοβολητά ανεξημέρωτων σκέψεων που ρίχνονταν στον γκρεμό
της τρέλας, ο συριστικός ήχος ενός λάσου που κατευθύνεται προς τον
ευλύγιστο λαιμό μιας μνήμης, τόπι που χτύπησε μία φορά στο χώμα και δεν
επέστρεψε στη γη - και δίπλα σε όλα αυτά, συνεχόμενοι χτύποι ρυθμικοί
μιας καρδιάς · της καρδιάς μου.
Ζαλισμένος από τους ήχους και
μεθυσμένος από τον ίλιγγο της ταχύτητας των θαυμάτων που αντελήφθησαν τ’
αφτιά μου, άρχισα να χτυπώ με δύναμη την πόρτα για να μου ανοίξουν.
Όμως, κανείς δεν άκουγε. Μάτωσαν τα χέρια μου πάνω στο ξύλο, βάρεσα και
με τα πόδια, φώναξα, τέλος χτύπησα και με το κεφάλι. Τίποτε.
Απελπισμένος, κουλουριάστηκα κάτω, γλείφοντας τα ματωμένα μου δάχτυλα -
κι ήταν εκεί, στη γαληνεμένη παραδοχή της ήττας μου, που η πόρτα άνοιξε
μόνη της. Στήθηκα ξανά στα πόδια μου, ξεσκόνισα από επάνω μου ένα λεπτό
στρώμα δειλίας, πέρασα το κατώφλι και ε ί δ α :
τα πρώην παιδιά,
γέροντες κατάκοιτοι μ’ ένα ανήλικο βλέμμα μοναχά, στις ρυτίδες του νερού
μες στο ποτήρι που κρατά το χέρι τους τρεμάμενο· τη χαρά, απαλλαγμένη
απ’ την αλυσίδα της να τρέχει, χωρίς να υπάρχει όμως καμιά καρδιά να τη
δεχθεί · οι ασυμβίβαστες σκέψεις, βαρυποινίτισσες, να κόβουν βόλτες στον
αυλόγυρο της ανίας· αντί μια μνήμη, το λάσο έσφιξε γύρω απ’ το λαιμό
του μέλλοντος και το ’πνιξε· κι εκείνο το τόπι που δεν επέστρεψε στη γη,
έγινε νέος πλανήτης στο στερέωμα, να προκαλεί τα νοσταλγικά βλέμματα
των μεγάλων.