Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Το κόκκινο μπαλόνι



Μετρά στιγμές ο ορός που στάζει -
σου έχει μελανιάσει η φλέβα.
Η κλίνη σου να πλέει μοιάζει
σε μαύρα ύδατα - κατέβα!

Το χέρι σου μες στο δικό μου.
Δεν ξέρω τι να πω - σωπαίνω.
Στο μάκρος έπειτα του δρόμου
χωρίς το χέρι θα πηγαίνω.

Απέναντι μια μάνα λειώνει,
ο χάρος γύρω της καλπάζει -
με λόγια πίσω ο γιος τον σπρώχνει:
«καλά θα γίνεις, μη σε νοιάζει.»

«Τι θα μπορούσα, πες , να κάνω
για να μη νιώθεις τόσο μόνη;...»
«Φέρε μου πριν κι εγώ πεθάνω
μόνο ένα κόκκινο μπαλόνι.»

Έξω απ’ το νοσοκομείο -
χωρίς πνοή πώς το φουσκώνω...
Ίσως με πάρουν για γελοίο -
μ’ αδιαφορώ και το υψώνω.

Γελάς. Μου λες: «Να μου το δέσεις
στου κρεβατιού το κεφαλάρι».
Να φύγεις έτσι θα μπορέσεις
από το μαύρο καβαλάρη;...

Μπαλόνι κόκκινο, αφήσου
ψηλά να πας στον ουρανό της
και αν τη βρεις εκεί, ορκίσου
να τρυπηθείς απ’ το φτερό της

κόκκινο χιόνι να γυρίσεις
κάτω και γύρω μου κι εντός μου
κι απ’ το φτερό της να χιονίσεις
αίμα ως τα πέρατα του κόσμου.