Έξω σιγά-σιγά φυσάει
άνεμος που χασομεράει.
Κλείνει κι ανοίγει το παντζούρι
μα ποιος θυμάται τον Σαχτούρη;…
(Σταυρούς σε μνήματα καρφώνει
όποιος ποιήματα σκαρώνει.)
Ο νους σαν άχρηστο χαρτί
τη μνήμη τσαλακώνει.
Ό,τι θα σβήσει, πριν χαθεί,
ρυτίδες μ’ αυλακώνει.
Τώρα που πια δεν αγαπάω,
τώρα που όπου φυσάει πάω,
μόνο σκουπίδια μου μιλούνε
για τον Θεό κι ευθύς σκορπούνε.
Κανένας πια δε θα με δει
σε μια στροφή τυχαίου δρόμου.
Μόνος σε ποιήματος στροφή,
στην Εθνική του Κάτω Κόσμου.
άνεμος που χασομεράει.
Κλείνει κι ανοίγει το παντζούρι
μα ποιος θυμάται τον Σαχτούρη;…
(Σταυρούς σε μνήματα καρφώνει
όποιος ποιήματα σκαρώνει.)
Ο νους σαν άχρηστο χαρτί
τη μνήμη τσαλακώνει.
Ό,τι θα σβήσει, πριν χαθεί,
ρυτίδες μ’ αυλακώνει.
Τώρα που πια δεν αγαπάω,
τώρα που όπου φυσάει πάω,
μόνο σκουπίδια μου μιλούνε
για τον Θεό κι ευθύς σκορπούνε.
Κανένας πια δε θα με δει
σε μια στροφή τυχαίου δρόμου.
Μόνος σε ποιήματος στροφή,
στην Εθνική του Κάτω Κόσμου.