Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2012

Στο μικρό φτερωτό θεό

Κουράστηκε το πήγαινε-έλα
από το ένα στ’ άλλο βλέμμα,
κι είπε να αφήσει άλλα πινέλα
να κάνουν κόκκινο το αίμα.

Τον Σοφοκλή συλλογιζόταν
να τον υμνεί όσο μπορεί,
κι αυτόν τον ύμνο σκαρφιζόταν
στον εαυτό του πώς να πει :

“ Έρωτα ανίκητε στη μάχη,
τον πολέμο όμως δεν νικάς .
Κι αν ξενυχτάς, με ορθό το μάτι
γι’ άλλον την κόρη εσύ φυλάς ...”

Πήρε να κλαίει χρωματιστά πάνω στο όπλο του.
Βρέχει ο καιρός και αποκτά το ουράνιο τόξο του.

Στο Ρομπέν δίνει τα βέλη του,
στ’ αεροπλάνα τα φτερά του.
Κι ό,τι έμεινε απ’ το έχει του :
μια φαρέτρα, για φωλιά του.

Πεζός και ξεπουπουλιασμένος,
αξύριστος και νηστικός,
ανέραστος και γερασμένος,
μα ήταν κάποτε Θεός ...