Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Όνειρο καλοκαιρινού μεσημεριού

Μεσημέρι στο σπίτι και πάλι
με βαρύ - αν και άδειο - κεφάλι.
Η δουλειά μου ρουφά το μεδούλι,
τιποτένιοι, αφέντες και δούλοι.

Το φαΐ στο ζουμάκι του βράζει
της κουζίνας η βρύση μας στάζει.
Πιο μεγάλη η νύστα απ’ την πείνα -
γδύνομαι και τραβώ την κουρτίνα.

Σκοτεινό το δωμάτιο · κοιμάμαι.
Στων ματιών της το φως πάλι, να ’μαι.
Στα παπούτσια κοιτώ τα κορδόνια
ντροπαλός σαν κι εκείνα τα χρόνια.

«Όχι άλλο σκυμμένα τα μάτια!»
- στην αγάπη χρωστάω γραμμάτια -
«Θα βουλιάζουνε τα καλοκαίρια
στα δεμένα των δυο μας τα χέρια.»

Σαν νερό τρέχαν μέσα μου οι λέξεις.
«Πάλι» είπα «μαζί μου μην παίξεις».
Μόλις μου άπλωσε το άυλο χέρι,
«πού θα πάμε, μπαμπά, καλοκαίρι;»

κόβει τ’ όνειρο μία φωνούλα.
«Ίσως, κόρη μου, πάμε στη Βούλα.»