Πέμπτη 5 Απριλίου 2012

Από Παπαδιαμάντη πένα

Φώναζε ο αδερφός
φωτιά
κι οι σκάλες μπερδεύονταν
ένα κουβάρι στα πόδια του

το στόμα του σπιτιού ξέρναγε μαύρο εμετό
ο καπνός έσμιξε με τη νύχτα και γέννησε
πανικό
το κάψιμο στο λαιμό πρόγευση κόλασης
αδύνατο να προχωρήσεις
μονάχα πίσω για να ζήσεις
κι όλα τα ρούχα σε μια πρόπλυση στάχτης

η ανάσα κομμέ
νήματα φόβου ένωσαν πριν αγνώστους
-η μάνα;
-στην εκκλησία
-δόξα σοι ο Θεός
στους δρόμους αναβόσβηνε το επείγον των σειρήνων
σαν δοκιμαστικό Χριστουγέννων
ανακατεύτηκαν οι γιορτές
με τα εντόσθια του πλυντηρίου
στον κάδο έσβησε το σκοπό του
ένας μικρός τυμπανιστής

δεν έμενε παρά να δουν τα μάτια της την καταστροφή
μα εκείνη ερχόμενη από Παπαδιαμάντη πένα
σαν έφτασε από κάτω
μοίρασε τον άρτο σε πεινασμένα μάτια
και μπήκε να προσευχηθεί
μπρος σε σβηστό καντήλι.