Χτυπούν φτερούγες θάλασσας, νερένια ορθώνονται όρη
και τρικυμίζει τ’ ουρανού το γαλανό πανάκι...
η πρύμνη ανασηκώνεται, βυθίζεται η πλώρη·
του καπετάνιου ακίνητο μονάχα το μουστάκι.
Την προσευχή τους κάνουνε οι ναύτες φοβισμένα
αγριεμένο το νερό καθώς έχει μπουκάρει·
τα κύματα τραντάζουνε τα πλοία τα δεμένα
μα μόνο το καράβι μας κοντεύει να φουντάρει.
Για να σωθούνε τρέχουνε αλλόφρονα τα πλήθη
μα πουθενά δε βρίσκουνε ν’ αντλήσουνε κουράγιο
κι ότι δεν κινδυνεύουνε κανένας δεν τους πείθει
αφού οι πάντες έχουνε σίγουρο το ναυάγιο.
Σήμα κινδύνου εκπέμπουμε ζητώντας μια βοήθεια
κι άλλους καλούμε να ’ρθουνε να πιάσουν το δοιάκι
κι όπως τις υποσχέσεις τους τις παίρνουμε γι’ αλήθεια
πριν από εμάς, δες, πνίγονται...στα γέλια ετούτοι οι δράκοι.
Και βλαστημάς το αεράκι
Πενθώντας το ’παν στις ειδήσεις
ότι η ζωή πάλι ακριβαίνει
μια καραμέλα που υγραίνει
το στόμα σου για να τους φτύσεις.
Γελώντας άκουσες τα νέα
πόσα ξανά πρέπει να δώσεις
αν την πατρίδα θες να σώσεις
να παραμείνει κι Ευρωπαία.
Τα μαγαζιά κλειστά στους δρόμους
δεν τα κοιτούνε οι διαβάτες
σφίγγουνε κάποιοι τις γραβάτες
για να σε πνίξουν με τους νόμους.
Στο σπίτι διπλοκλειδωμένος
μες στο ζεστό ζουμί σου βράσε
μέσα είναι οι κλέφτες και κοιμάσαι
ανίδεος και ιδρωμένος.
Ξάφνου ξυπνάς να πιεις νεράκι
βρίσκεις σπασμένο το ποτήρι
κλείνεις το αθώο παραθύρι
και βλαστημάς το αεράκι.
Χρέος είναι κάτι άλλο απ' τα λεφτά
Απ’ αυτούς που σε λυπούνται βιασμένη
ζητιανεύεις απ’ τους κλέφτες σου ψωμί
στη γωνιά ο νταβατζής σε περιμένει
να σου γδάρει την ψυχή και το κορμί.
Απ’ αυτούς που σ’ ανασταίνουν σκοτωμένη
τους φονιάδες σου ντροπή να ευχαριστείς.
Ό,τι δίνει το ’να χέρι, τ’ άλλο παίρνει
ίδιος είναι ο ευεργέτης κι ο ληστής.
Ποιος πουλάει τα παιδιά του για να ζήσει
ποιος ζητάει του θανάτου δανεικά
την Ακρόπολη ποιος θα ξαναντικρίσει;
Χρέος είναι κάτι άλλο απ’ τα λεφτά.
Δάκρυα χύνουν κροκοδείλια τα γουρούνια
και κορώνες στεφανώνουν τις φωνές
μάχες δίνουν τα κουτάλια, τα πιρούνια
τρώμε χόρτο από χορτάτους βουλευτές.
Απ’ το κέρδος που γεννάμε εμείς χαμένοι
τον ιδρώτα στην υγειά μας τον ρουφούν.
Χρήμα αν είναι ο χρόνος, πόσος πια τους μένει;
Ό,τι θες ν’ ακούσεις , πάλι θα σου πουν.
Ποιος πουλάει τα παιδιά του για να ζήσει
ποιος ζητάει του θανάτου δανεικά
την Ακρόπολη ποιος θα ξαναντικρίσει;
Χρέος είναι κάτι άλλο απ’ τα λεφτά.
Να θες να ζεις χωρίς δουλειά
Χωρίς θεούς οι ουρανοί
και φίσκα η γη διαβόλους.
Ζηλεύουνε οι ζωντανοί
τους πεθαμένους όλους.
Αλλάζουν χέρια τα λεφτά
μα όλο στους ίδιους πάνε.
Και οι φτωχοί κοιτούν κλεφτά
κλέφτες να τα χαλάνε.
Άλλοι πετάγονται συχνά
για ψώνια στο Λονδίνο
μα εγώ κατέβασα ρολά
και τη ζωή μου κλείνω.
Κι εσύ που ζεις στην Αχαρνών
και που να βγεις φοβάσαι
χτίζεσαι μέσα στο μπετόν
σαν τούβλο και κοιμάσαι.
Να θες να ζεις χωρίς δουλειά
κι όλοι ας σε δουλεύουν
θα ’σαι χαρούμενος που πια
δε θα ’χεις να σε κλέβουν.
Βρε δε βαριέσαι αδερφέ
-Για κοίτα πώς στ’ αρπάζουνε οι κλέφτες
κι υπεύθυνο εσένα ονομάζουν…
Για κοίτα πώς σε συμπονούν οι ψεύτες
για τις θυσίες σου πώς σε δοξάζουν…
-Βρε δε βαριέσαι αδερφέ, ας κάνουν ό,τι θένε
και ό,τι θέλουν να μας πουν, άσ’ τους κι εσύ να λένε.
-Η Ελλάδα πάλι τρώει τα παιδιά της
και όσα είν’ αχώνευτα τα διώχνει
και αν δεν υπακούν στην αφεντιά της
σε μια γωνιά με γκλομπς θα τα στριμώχνει.
-Ωχ αδερφέ, το φίδι εγώ θα βγάλω απ’ την τρύπα;…
Είναι ο εχθρός αρπαχτικό κι ορμάει σαν το γύπα.
-Ραγίζει της Ακρόπολης ο βράχος
κι οι Καρυάτιδες πέφτουν και σπάνε.
Ο Δίας με τον κεραυνό μονάχος
να πολεμά όσους μας πολεμάνε.
- Ωχ αδελφέ, το φίδι εγώ θα βγάλω απ’ τη φωλιά του;
Ένας πολίτης είμαι απλώς, που κάνει τη δουλειά του.
-Στρατό να στήσεις με τους ποιητές σου
τα λόγια τους να φτιάξουν λεγεώνες
κι αυτά που δεν κατέκτησες ποτέ σου
θα τα χαρίσουν σ’ όλους τους αιώνες.
-Βρε δε βαριέσαι αδερφέ, ποιος πολεμάει τώρα;…
Κι οι ποιητές μάθε, σιωπούν, σαν τους βραβεύει η χώρα.
Το δίκιο ενάντια στο νόμο
στη μνήμη του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου
Το βήμα ανοίγεις μες στο δρόμο,χτυπάει κόκκινο η φωνή σου.
Το δίκιο ενάντια στο νόμο
παλεύει πάλι - αγωνίσου!
Ένα κασκόλ στη μύτη βάζεις,
στο παρελθόν μολότοφ ρίχνεις.
Μ’ έναν γνωστό-άγνωστο μοιάζεις -
τ’ αρχίδια σου στο Χάρο δείχνεις.
Πλιάτσικο κάνεις των ονείρων
μέσα σου ουρλιάζουν οι σειρήνες.
Τ’ άπληστα χέρια των σωτήρων
τους τα γεμίζουν οι μπασκίνες.
Βουλή - απ’ το στόμα των ευζώνων
εξοστρακίστηκαν οι λέξεις.
Λυγμοί ληγμένων δακρυγόνων -
γελά στο πλάι σου ο Αλέξης...
Απεργία διαρκείας
Κάνω ταξίδια κι απεργώ -
δουλειά και σπίτι με ξεχάσαν.
Πάνω στο θάνατο ασελγώ
μα τα σκουλήκια με χλευάσαν.
Τ’ άστρα σβηστά στον ουρανό
σε απεργία διαρκείας.
Χωρίς κανέναν κεραυνό
στα χέρια έμεινε κι ο Δίας.
Τώρα πιο γρήγορα γερνώ,
ρυτίδες όλα με κεράσαν.
Τώρα τη μέρα μου περνώ
μέσα στις μέρες που περάσαν.
Η απεργία διαρκεί,
τα χέρια ψάχνουνε τις τσέπες.
Ποια ’ναι του αίματος η αρχή
και πού τελειώνουνε οι φλέβες
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου