Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2012

Δεκαπέντε φλόγες - από τη Σταχτοπούτα έως τη σταχτοθήκη

Ι.

Αναπνέουν δύσκολα οι ενήλικοι μέσα στα παραμύθια.
Από πίσω τους ακολουθεί βαριά η αποφορά
της σταχτοθήκης από τα πούρα της Σταχτοπούτας.
Πατημένη γόπα το γοβάκι της, πώς να ταιριάξει,
τώρα που πάσχει κι από πλατυποδία;...

ΙΙ.

Σε δυο γειτονικές ζωές
άοπλος σκοπός συνόρων, η αγάπη.

ΙΙΙ.

Το δικό μου Έβερεστ

Όλοι τους προσπαθούν “ν’ ανέβουν” στη διάθεση -
κάθιδροι ορειβάτες...
Πάντως εγώ, η πιο ψηλή κορυφή που ’χω πατήσει,
είναι στο χιονισμένο βουναλάκι μιας κουταλιάς ζάχαρης
κάθε που φτιάχνω τον καφέ μου...

IV.

ΑΣΤΕΡΙ

Διαφωνώ με τα σύμφωνά σου
αστέρι,
που εάν σ’ εγκατέλειπαν
θα έλαμπες παντοτινά.

V.

Ζαρώνω σε μια γωνιά
και κοιτώ τον κόσμο
σα νεογέννητο μες στη θερμοκοιτίδα του.

VI.

Σκυμμένος πάντοτε μπροστά Του
φαντάζεις τόσο αστείος
σαν σηκώνεις τα μάτια να Τον δεις-
όπως ψάρι, που με μάτι θολό
σε κοιτά απ’ το πιάτο σου...

VII.

Κάθε λέξη είναι στοιχειωμένη -
κουβαλά μέσα της το φάντασμα της σιωπής
που σκότωσε.

VIII.

Κάθε γραμμή σελίδας τετραδίου μοιάζει
μ’ ένα ακύμαντο καρδιογράφημα.
Γράφουμε λοιπόν για ν’ αναστήσουμε ένα νεκρό.

VIX.

Μονότονη εποχή.
Όλες μου οι λέξεις τονισμένες
με τις οξείες της βροχής ·
το μονοτονικό του φθινόπωρου...

X.

Κάθε μέρα θα έπρεπε να είναι αργία -
γιατί σίγουρα θα έχει γενέθλια κάποιο μεγάλο ποίημα.

XI.

Γεμάτες από τις ερωτικές μας ασφυξίες
ειν’ οι φιάλες του οξυγόνου για τον πιο έμπειρο δύτη ·
Κουστώ του αίματος, το Θάνατο λέω.

XII.

Δυο σύννεφα αντικριστά, μοιάζαν μπαλώματα
στους φθαρμένους αγκώνες τ’ ουρανού -
πόσο παλιό είναι ετούτο το γαλάζιο;...

ΧΙΙΙ.

Κρύο τσουχτερό.
Σε λίγο γύρω μας θα επιβαλλόταν
ο ρατσισμός του χιονιού να τα θέλει όλα άσπρα.

ΧΙV.

Ένα - ένα τα φώτα στην πολιτεία άναβαν ·
η νύχτα σήκωνε αργά τα ρολά του μαγαζιού της
με τα φωτιστικά.

XV.

Με τις ρυτίδες μας παίζει σκοινάκι ο θάνατος.
Κι όταν μπουρδουκλώνεται
βγαίνουμ’ εμείς απ’ το παιχνίδι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου