Φανταζόταν βάρδιες εργαζομένων ακουμπισμένες σ’ ένα ραδιοφωνάκι, σκοπιές φαντάρων στα σύνορα της μέρας, ανεξήγητα φώτα πίσω από μεταμεσονύχτια παντζούρια, παράνομες αγκαλιές με μια νόμιμη θλίψη, ξαφνικά κλάματα μωρού μέσα στην αποτρόπαια σιγή, νοθευμένα ποτά σ’ ένα γνήσιο μεθύσι, ακυβέρνητο σπέρμα στη μήτρα μιας λεκάνης, όλα τα κρίματα περιδέραιο στο λαιμό του Θεού, μια κατσαρίδα που την αιφνιδιάζει ένα χέρι, ανυποψίαστο ύπνο αδιάγνωστου καρκινοπαθούς, ρολόγια που αντί για δείχτες έχουν παιδιά πάνω σ’ ένα μύλο που γυρνά και τα γερνά, σπάσιμο ρυτίδας από τη διαρρήκτρια μνήμη,
φανταζόταν την αγάπη σαν μια επιστολή του Παύλου προς ηλιθίους.
(Πόσο σκοτάδι χρειάζεται για να διαλευκάνεις τα εγκλήματα μιας μέρας...)
Τις μέρες πάλι ξιφομαχούσε...
φανταζόταν την αγάπη σαν μια επιστολή του Παύλου προς ηλιθίους.
(Πόσο σκοτάδι χρειάζεται για να διαλευκάνεις τα εγκλήματα μιας μέρας...)
Τις μέρες πάλι ξιφομαχούσε...
με τις ακτίνες του ήλιου, ασπίδωνε τα μάτια του με γυαλιά κι είχε για πανοπλία τα κόκκαλά του σε παράταξη στηθάγχης....
παραχωρούσε με αγένεια τη ζωή του στο πιο άδειο κάθισμα του λεωφορείου, αφιέρωνε όλο το χρόνο του στο πλήρες χάσιμό του, δίδασκε τον Όμηρο για ένα πουκάμισο καινούργιο, για μια που θα το πλένει...
όποτε δεν μάτωνε τις λέξεις, να ξέρετε τις ματαίωνε, σπανίως συγκινούνταν με τ’ ανθρώπινα γράμματα, άνοιγε τα βιβλία σαν ν’ άνοιγε φέρετρα και κοίταζε με αποτροπιασμό τις νεκρές ζωές των άλλων, έδινε συγχαρητήρια στους συγγραφείς που ξεγεννούσαν επιτυχώς τόση ματαιότητα, γι’ αυτό και δεν τους ζήλεψε ποτέ του...
και κυρίως, όποτε ψώνιζε, άφηνε τα χρήματα να πέσουν από την τσέπη του για να δωροδοκήσει τη γη...
έσπρωχνε με όλο το βάρος του κορμιού του τη μέρα προς τη νύχτα της, τη Δευτέρα προς το Σαββατοκύριακο, το χειμώνα προς την άνοιξη, το σκοτάδι του προς τα μάτια της...
(Το βράδυ άσε ήσυχους τους διακόπτες - θα μου φέγγει η γάμπα σου.)
παραχωρούσε με αγένεια τη ζωή του στο πιο άδειο κάθισμα του λεωφορείου, αφιέρωνε όλο το χρόνο του στο πλήρες χάσιμό του, δίδασκε τον Όμηρο για ένα πουκάμισο καινούργιο, για μια που θα το πλένει...
όποτε δεν μάτωνε τις λέξεις, να ξέρετε τις ματαίωνε, σπανίως συγκινούνταν με τ’ ανθρώπινα γράμματα, άνοιγε τα βιβλία σαν ν’ άνοιγε φέρετρα και κοίταζε με αποτροπιασμό τις νεκρές ζωές των άλλων, έδινε συγχαρητήρια στους συγγραφείς που ξεγεννούσαν επιτυχώς τόση ματαιότητα, γι’ αυτό και δεν τους ζήλεψε ποτέ του...
και κυρίως, όποτε ψώνιζε, άφηνε τα χρήματα να πέσουν από την τσέπη του για να δωροδοκήσει τη γη...
έσπρωχνε με όλο το βάρος του κορμιού του τη μέρα προς τη νύχτα της, τη Δευτέρα προς το Σαββατοκύριακο, το χειμώνα προς την άνοιξη, το σκοτάδι του προς τα μάτια της...
(Το βράδυ άσε ήσυχους τους διακόπτες - θα μου φέγγει η γάμπα σου.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου