Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Η ΠΑΡΘΕΝΙΑ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ , του Παύλου Νιρβάνα



Τα βιβλία έχουν κάποτε τη θλιβερή τύχη των γυναικών : Πεθαίνουν παρθένα.
Τις ημέρες αυτές μου ‘πεσε στα χέρια μου ένα τέτοιο θλιβερό βιβλίο. Ήτανε τυπωμένο, όπως έδειχνε το εξώφυλλο, στα 1893, και είχε τα φύλλα του άκοπα. Σε ηλικία δηλαδή 46 χρόνων ήταν ακόμα παρθένο. Και 46 χρόνια παρθενίας για ένα βιβλίο, όπως και για μια γυναίκα, δικαιολογούν κάθε μελαγχολία. Νόμιζα πως έβλεπα μπροστά μου μια παραπονεμένη γεροντοκόρη που κανένας δεν την πρόσεξε στη ζωή της, κανένας δεν την αγάπησε, κανένας δεν τη χάρηκε. Στο ράφι μιας βιβλιοθήκης, λησμονημένη και περιφρονημένη, ούτ’ έδωκε, ούτε πήρε ποτέ μια χαρά ή μια ευτυχία. Και ποιος ξέρει πόσα χρόνια ακόμα το θλιβερό αυτό βιβλίο θα ‘σερνε τη στέρφα ζωή του στο ράφι της βιβλιοθήκης, ανάμεσα σε τόσα άλλα βιβλία που είχαν ζήσει τη ζωή τους, που είχαν αγαπηθή, που είχαν γνωρίσει το θαυμασμό και τον έρωτα. Σήκωσα το χαρτοκόφτη μου και πήρα την παρθενiα του θλιβερού βιβλίου. Νόμισα πως έτσι κάνω μια καλή πράξη.
Αυτό μου θύμισε έναν νέο ποιητή, που μου ‘φερε κάποτε το πρώτο βιβλίο των στίχων του με κομμένα τα φύλλα του.
— Σας έκοψα τα φύλλα, μου είπε, για να σας απαλλάξω από τούτη την ενόχληση.
— Νομίζεις, καλό μου παιδί, τον ρώτησα, πως είναι ενόχληση να κόβη κανείς πρώτος τα φύλλα ενός παρθενικού βιβλίου ; Και όμως σε βεβαιώνω πως είναι κι' αυτό μια χαρά, η πρώτη χαρά που μας δίνει ένα ωραίο βιβλίο.
Ο ποιητής κόμπιασε.
— Σας δυσαρεστεί αυτό που έκανα ; μου είπε.
— Δεν μπορώ να πω πως με δυσαρεστεί, παιδί μου. Πώς να σου το εξηγήσω όμως ; Μου φαίνεται πως έρχομαι στη θέση των συζύγων κάποιων λαών, που από θρησκευτική παράδοση, πριν τους παραδοθή το κορίτσι που θα πάρουν γυναίκα τους, ξεπαρθενεύεται απ’ τον παππά της Θρησκείας τους.
Ο νέος προθυμοποιήθηκε να μου φέρη ένα άλλο παρθενικό αντίτυπο. Δε δέχτηκα όμως, γιατί κατάλαβα πως η επιθυμία του ήτανε να κρατήσω εκείνο που μου ‘φερνε. Όχι τόσο από φόβο μήπως βαρεθώ να κόψω τα φύλλα του και δεν το διαβάσω, γιατί και με κομμένα τα φύλλα μπορούσε νά συμβεί τό ίδιο, όσο από φόβο μήπως το βιβλίο του μείνη για πάντα παρθένο και, ύστερ’ από χρόνια, βρεθή ντροπιασμένο σε κανένα ράφι βιβλιοθήκης. Και ποιος θ' αποφάσιζε τότε να προσέξη, στα γεράματά του, ένα βιβλίο που κανένας δεν το πρόσεξε στό νιάτα του ; Και, όσο γι αυτό, πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο ποιητής, σα φιλόστοργος πατέρας, είχε όλα τα δίκια του κόσμου. Είναι, αλήθεια, πολύ θλιβερή κάποτε η μοίρα κάποιων βιβλίων. Και βιβλίων, μάλιστα, που θα ήταν άξια για μια καλύτερη τύχη.
Ενός απ’ αυτά την τραγωδία γνώρισα κάποτε, όταν υπηρετούσα στα Ναυτικά. Στο Β. Ναύσταθμο της Σαλαμίνας υπήρχε μια μικρή βιβλιοθήκη, που τα κλειδιά της τα κρατούσε ο υποδιευθυντής του Ναυστάθμου. Μια μέρα, κυττάζοντας τα διάφορα βιβλία ανάμεσα απ' τα τζάμια της βιβλιοθήκης, είχα ανακαλύψει κάποιον τόμο, που ο τίτλος του και το όνομα του συγγραφέα με τράβηξαν. Και συλλογιζόμουν πως μέσα στην ερημιά και τη μονοτονία της υπηρεσίας μου, θα περνούσα μ' αυτό μερικές ευχάριστες στιγμές. Παρουσιάστηκα λοιπόν στον υποδιευθυντή βιβλιοθηκάριο και τον παρακάλεσα να μου το δανείση για λίγες μέρες.
— Να σου το δώσω ευχαρίστως, γιατρέ μου ... μου είπε ο καλός άνθρωπος.
Και πήγαμε μαζί στη βιβλιοθήκη. Ο απίθανος αυτός βιβλιοθηκάριος, που του είχαν φορτώσει αυτή την αγγαρεία χωρίς να ‘χη καμμιά σχέση με τα βιβλία,—ήταν ένας παλιός εμποροπλοίαρχος, από κείνους που είχαν κατατάξει στο Πολεμικό Ναυτικό, σε μια εποχή που υπήρχε έλλειψη από αξιωματικούς, με την αύξηση του στόλου, και τους είχαν βαθμολογήσει με τον τίτλο “ επικούρων άξιωματικών”,—άνοιξε τη βιβλιοθήκη, πήρε το βιβλίο που του είχα δείξει κι έκανε να μου το δώση. Άξαφνα όμως κοντοστάθηκε. Είχε παρατηρήσει πως τα φύλλα του βιβλίου ήταν άκοπα .
— Άκουσε, γιατρέ μου ... μου είπε με καλωσύνη αλλά και με κάποια ανησυχία ο αγαθός καί γενναίος Θαλασσόλυκος. Θα σου το δώσω το βιβλίο, με μια συμφωνία όμως. Δε θα του κόψης τα φύλλα.
Τον κύτταξα ξαφνιασμένος.
— Δε θα του κόψω τα φύλλα; είπα. Μα πώς θα το διαβάσω λοιπόν ;
— Δεν ξέρω, γιατρέ μου ... μου αποκρίθηκε σοβαρώτατα. Μπορεί να ‘χης και δίκιο. Αλλά κ' εγώ έτσι το παρέλαβα, με το πρωτόκολλο. Και όπως το παρέλαβα, πρέπει να το παραδώσω στο διάδοχό μου. Αυτή είναι η τάξη και ο κανονισμός. Δεν μπορώ να κάνω αλλοιώς.
Θα ήτανε μάταιο να προσπαθήσω να τον μεταπείσω. 'Ηταν άνθρωπος τυπικός, που εννοούσε να κάνη το χρέος του σύμφωνα με το γράμμα των κανονισμών. Αν ο νομοθέτης, κανονίζοντας τα σχετικά με την παραλαβή και την παράδοση του «υλικού» του Ναυστάθμου, δεν είχε κάνει εξαίρεση για τα βιβλία, το λάθος δεν ήτανε δικό του. Αυτός έπρεπε να κρατήση τον κανονισμό.
— Τότε, ας μένη, κύριε υποδιευθυντά ... του είπα. Τι να το κάνω;
Και το άφισα. Το βιβλίο εκείνο, λοιπόν, αν εξακολουθούσε να εφαρμόζεται ο κανονισμός με τον περίεργο αυτό τρόπο, ήτανε καταδικασμένο σε αιώνια παρθενία. Το συμπέρασμα όπου θέλω να φτάσω είναι ότι, για τους λόγους τούτους και για πολλούς άλλους, τα βιβλία σωστό είναι να παραδίνωνται στο εμπόριο με κομμένα φύλλα. Σε μια εποχή που η παρθενία δεν πολυλογαριάζεται ούτε για τις γυναίκες, —αδιάφορο, αν καλά ή κακά,— είναι και κάπως αστείο την τιμή της παρθενίας να την κρατούν μόνο τα βιβλία.

Αντιγραφή από το περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τεύχος 221, Μάρτιος 1936