Κυριακή 2 Μαΐου 2010

Λένγκω



Στην κυρά μάνα μας μη δίνετε βοήθεια
ούτε μαγκούρα στο προσκέφαλο σιμά
γιατί θα δέρνει κάθε μέρα τα παιδιά της
κι όταν μιλάω θα με λέει αληταρά
κι αν δέρνει κάθε που γουστάρει τα παιδιά της
θα καταντήσουνε εμπόροι δουλικοί
τα νιάτα χάνονται στα βρόμικα σοκάκια
για να μετρήσουν με το μπόι τους τη γη

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με κυβερνάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
πάψε να με τυραννάς

Κι αν θέλω τώρα να ακούγεται η φωνή μου
με πιάνει τρόμος από ίσκιους μακρινούς
χρυσάφι μοιάζει η συντροφιά σου στη ζωή μου
κι η ομορφιά σου μου γιατρεύει τους καημούς
ρε μπάρμπα κάτσε να μας πεις μια ιστορία
πώς ήταν τότες η μανούλα μας παλιά
έπεφτε ξύλο σα γινόταν φασαρία
ή σας νανούριζε με χάδια και φιλιά;

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου σπαράζεις την καρδιά
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου πληγώνεις τη χαρά

Κι ο μπάρμπας τότε σοβαρεύτηκε λιγάκι
την κούτρα ξύνει και παράγγειλε καφέ
η μητέρα είπε ήταν ένα κοριτσάκι
που ορφανό μάζευε άνθη σε μπαξέ
τ΄άνθη στόλιζαν το αγέρωχο κεφάλι
μα όταν κοιμόταν πάλι πέφτανε στη γη
κι από τα λούλουδα που ο χάρος είχε βάλει
εμένα κράτησε να βλέπω τη ζωή

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω
μου΄χεις φάει την ψυχή
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω, φίλοι
θα βρεθούμε όλοι μαζί

Αυτή παιδιά μου ήταν τότες η μανούλα
ο κήπος ύστερα εγέμισε ληστές
το κοριτσάκι μας το ντύσανε γριούλα
κι απ΄τα κουρέλια του φαινότανε οι πληγές
κι αν μας χτυπάει με μανία και φωνάζει
τη βάζουν άλλοι με συμφέροντα πολλά
το όνειρο που φεύγει τη τρομάζει
να αναζητάει μιά χαμένη ελευτεριά

Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα
στο καμίνι της φωτιάς
Λένγκω, Λένγκω, Λένγκω μάνα
πες μας πάλι τι ζητάς.

του Γιάννη Μαρκόπουλου