Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

Κρανιάς απόσταγμα


Στη μνήμη της θείας Βούλας

Να ’ρθεις να σε δω
φορτώθηκα τα χρόνια και καμπούριασα
τα δάχτυλα θαμμένα σε παλιά κεντήματα
το στόμα στράβωσε κι οι λέξεις δε μιλιούνται
το πρόσωπο με κλίση προς τα κάτω
κλείνει ο κύκλος της σάρκας
ενσάρκωση του μηδενός
αν έρθεις ίσως υποχωρήσει η φθορά για λίγο
οι ρυτίδες θα κηρύξουν ανακωχή στο μέτωπο
τα πόδια θα υπακούσουν στον ανώτερό τους, το μυαλό
αν έρθεις θα σου βγάλω κι από την κρανιά
να γευτείς το αίμα απ’ τα γόνατά σου
στα δρομάκια του Ζιάκα
θα κατεβούν κι οι αρκούδες πεινασμένες στο χωριό
όπως σου ‘λεγα τότε για να τρως
θα μας κοιτούν απ’ το παράθυρο
και θα θαμπώνουν τα χρόνια μας από τα νηστικά τους χνότα
αν έρθεις θα βάλουμε
να μη φοβάσαι
τον μπάρμπα σου να χορέψει
μ’ ένα μαντίλι στον αέρα
να χαιρετά για όταν με χάσει
τώρα με χάνει
Να ’ρθεις
όπως σ’ εκείνο το πανηγύρι του καλοκαιριού
όπου τρίβονταν οι λεβέντες
στις πέτρινες καρδιές των κοριτσιών
κι άναβε το γλέντι
κι εσύ αμάθητος απ’ το νερό του έρωτα
ίδρωνες σε μια γωνιά το αριθμητήρι του θερμόμετρου

Να ’ρθεις να σε δω
μοιάζεις τόσο του αδερφού μου
θέλω στα μάτια σου να τον αποχαιρετήσω
θέλω στα μάτια του μπροστά τα μάτια μου να κλείσω

Δεν ήρθες
κι οι αρκούδες κάθε νύχτα
θα κατεβαίνουνε στο μνήμα
για να ξεχάσουνε την πείνα τους
γλείφοντας το μέλι
των παραμυθιών.

-Συνήθισα πια να σαβανώνω τους νεκρούς με ποιήματα.

8/2/2010