Εκείνος μιλούσε.
Κι Αυτός του έγνεφε καταφατικά, τα μάτια του έλαμπαν
επιδοκιμαστικά, τα χέρια του ανοιγόκλειναν υπογραμμίζοντας το αυτονόητο της
ορθότητας των απόψεων που άκουγε...είχε μεταμορφωθεί ολόκληρος σε μια μαριονέτα
της οποίας τους σπάγκους κινούσε μ’ ένα του βλέμμα Εκείνος. Σιωπηλός, μα
κραύγαζε τόσα «ναι» μέσα από κινήσεις που έπρεπε να αντιληφθεί μόνον Εκείνος
για να μην εκτεθεί και στους Άλλους, τόσα «διατάξτε!», τόσα « ωραία που τα
λέτε!», τόση αηδία...
Κι Εγώ, βυθισμένος στην πολυθρόνα μου, ένας από τους Άλλους,
δεν έγνεψα καταφατικά σ’ Εκείνον όταν Αυτός έλειψε για λίγο, σπάζοντας έτσι την αλυσίδα της ξευτίλας.
(1995)