Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2012

“Παρακαλώ, ο επόμενος...”

Στην αρχή στο μετρό - να μεταγγίζεσαι με μια σήραγγα σκότους. 
Κι ύστερα, απ’ τις κυλιόμενες σκάλες να σου προσφέρεται τυπικά ένα κέρασμα ουρανού. 
Η θέα του κτηρίου να σου κόβει τα πόδια. Πόσος καιρός πέρασε από τότε που της έδενες ένα κόκκινο μπαλόνι στο προσκέφαλό της;... 
Αντί για την Αχερουσία πρέπει να περάσεις - και πάλι - τη λεωφόρο.Και τ’ ανθρωπάκι, πάντα στο κόκκινο - υπόμνηση του στάσιμου αίματος;... 
Μέσα, ερείπια που παλεύουν για την αναστήλωσή τους...μαντήλες που επιμελώς κρύβουν τα πεσμένα μαλλιά, πούδρες να μη μαρτυρούν την αρρώστια και χαμόγελα μιας οικειότητας που συνδέει πάντα τους μελλοθάνατους. 
Στην άκρη σε μια πολυθρόνα ένα κερί με τα χέρια παρατημένα στα γόνατα, με τα μάτια επάνω σου καρφωμένα..., ένα βλέμμα νεκρού πατέρα να σε ξαναστεριώνει σ’ έναν γκρεμισμένο κόσμο. 
Ο διάδρομος μακρύς, σαν για να παρατείνει το περπάτημά σου μέσα στην άγνοια. 
Ο αναπάντεχος λόγος από τον Κέρβερο: “Νομίζω σας ξέρω. Μήπως κάποτε νοσηλευόσασταν στον τέταρτο;” “Μάλλον κάποτε σε πήρα απ’ τον κώλο, γι’ αυτό δε με θυμάσαι καλά”, θες ν’ απαντήσεις, μα αρκείσαι να χαμογελάσεις σε μιαν επίδειξη προσβεβλημένης υγείας.... 
Κι έπειτα πάλι αυτή, η άλλη, η πάντα ίδια, η τόσο διφορούμενη φωνή που ολοένα και δυναμώνει στ’ αφτιά του καθενός: “Παρακαλώ, ο επόμενος...”