Τρίτη 3 Ιουλίου 2012

Δυο επιτύμβια για ένα ζωντανό φίλο

Σύντομη παρτίδα

Έχουν τα σύννεφα απόψε μια λευκάδα
κι οι εφτά ουρανοί σαν να ’ναι τα Επτάνησα.
Έχυσε ο φίλος τον καφέ του στη λιακάδα
κι άπλωσε μαύρο στο λευκό· βασάνισα

τούτα τα χρώματα πολύ - και μ’ έβαψαν.
Στο σκάκι νίκαγε συχνά · σαν έχασε,
τα άλογά του, οι Πήγασοι, τον έκλαψαν
και η νεκρή βασίλισσα τον έθαψε

σε μια που του ’λαχε να ’χει πατρίδα.
Ήταν καλή μα σύντομη η παρτίδα.

Άνευ

Μόλις το στόμα σου έκλεισε, φίλε μου, μια για πάντα
πρώτος νεκρό σε φίλησε ο τελευταίος σου στίχος.
Κι οι λέξεις που απέρριψες, σου ’φτιαξαν μια μπαλάντα
μα το τραγούδι σκέπασε ενός φτυαριού ο ήχος.

Δίχως μια σκέψη στο μυαλό, δίχως κι αυτό το δίχως
ούτε την ανακούφιση στο δι’ ευχών του κόσμου
δεν ένιωσες · όμως εγώ αισθάνομαι ενδομύχως
το βλέμμα σου συμπλήρωμα του πένθιμου διακόσμου

να διαπερνά τα χώματα, τους πόρους του θανάτου,
για ν’ απολαύσει μια φορά ζωή άνευ Σολδάτου.