Σκυμμένη στους αγρούς μια χωριατοπούλα
εκκλησιά μαζεύει μαργαρίτες
κι από του ντεκολτέ τα βάθη προβάλλουν δυο
καμπαναριά της
ενώ στ’ αφτιά το βουητό που δυναμώνει
απ’ τη λιακάδα
σε μετατρέπει κωφάλαλο του μεσημεριού.
Όλα τα χρώματα μαζί να στροβιλίζονται
μες στο πλυντήριο της Άνοιξης
και κανένα να μην ξεβάφει.
Το μπαλωμένο με σύννεφα μπλε
τ’ ουρανού με πράσινο ξαπλωμένης
χλόης φουστάνι,
χαμομηλιού χαμό-
γελο κίτρινο με
την πιο απ’ το γόνατο του θανάτου που μάτωσε
ασήμαντη πέτρα
όλα να στροβιλίζονται το απόγευμα και
το βρεγμένο παγκάκι που μούσκεψε το
παντελόνι του ο Μάιος με το σκι-
σμένο βιβλίο στο θρανίο του Έρωτα
μια κούνια σε ανεπαίσθητη κίνηση
με το ηλέκτρισμα δύο τυχαία που ένωσα λέξεων
για να νυμφευθώ τη Σιωπή.
Κι όπως τα φώτα θα σβήνουν
όλα ν’ αστροβιλίζονται στην
πιο έναρθρη νύχτα της θερμής σου ανάσας.
Ουρανοσκοπώντας κι εγώ, μαντεύω
τι καιρό να κάνει στα μάτια σου.
εκκλησιά μαζεύει μαργαρίτες
κι από του ντεκολτέ τα βάθη προβάλλουν δυο
καμπαναριά της
ενώ στ’ αφτιά το βουητό που δυναμώνει
απ’ τη λιακάδα
σε μετατρέπει κωφάλαλο του μεσημεριού.
Όλα τα χρώματα μαζί να στροβιλίζονται
μες στο πλυντήριο της Άνοιξης
και κανένα να μην ξεβάφει.
Το μπαλωμένο με σύννεφα μπλε
τ’ ουρανού με πράσινο ξαπλωμένης
χλόης φουστάνι,
χαμομηλιού χαμό-
γελο κίτρινο με
την πιο απ’ το γόνατο του θανάτου που μάτωσε
ασήμαντη πέτρα
όλα να στροβιλίζονται το απόγευμα και
το βρεγμένο παγκάκι που μούσκεψε το
παντελόνι του ο Μάιος με το σκι-
σμένο βιβλίο στο θρανίο του Έρωτα
μια κούνια σε ανεπαίσθητη κίνηση
με το ηλέκτρισμα δύο τυχαία που ένωσα λέξεων
για να νυμφευθώ τη Σιωπή.
Κι όπως τα φώτα θα σβήνουν
όλα ν’ αστροβιλίζονται στην
πιο έναρθρη νύχτα της θερμής σου ανάσας.
Ουρανοσκοπώντας κι εγώ, μαντεύω
τι καιρό να κάνει στα μάτια σου.