Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

Αργύρης Χιόνης, 1943-2011



*
Είδα κάποτ’ ένα βρέφος
Τόσο ωραίο τόσο ωραίο
Σαν το μήλο
Σαν το μήλο που ‘χει μέσα του σκουλήκι
Κι είν’ απόξω ρόδινο

*
Η ποίηση πρέπει να ‘ναι
Ένα ζαχαρωμένο βότσαλο
Πάνω που θα ‘χεις γλυκαθεί
Να σπας τα δόντια σου.

*
Χρόνια τον καρτερούσα το εχθρό
Με τ’ αυτί κολλημένο στη γη
Για ν’ακούσω τον ήχο
Του καλπασμού του μη με βρει
Ο ερχομός του ανέτοιμο
Η δύναμή μου όλη όλη η ζωή μου
Συγκεντρώθηκε σε τούτο το αυτί
Έμαθα να ξεκρίνω
Το στεναγμό του σπόρου όταν σκίζει το κελύφι του
Της διψασμένης ρίζας το λαχάνιασμα
Το σκάψιμο το υπομονετικό του σκουληκιού
Τον μεγάλο εχθρό περιμένοντας
Φίλος έγινα των ελάχιστων μερμηγκιών
Δεν έχω πια να υπερασπίσω τίποτα
Ένα με τη γη στη γη θα μείνω

Σαν έρθει κάποτε τα πέταλα τ’ αλόγου του
Δεν θα με ξεχωρίσουν
Από τις άλλες ρίζες από τ’ άλλα σάπια φύλλα
Από τις άλλες πέτρες

*
Η σκέψη σου είναι σχεδόν η σκέπη σου
Οι τοίχοι σου είναι σχεδόν η τύχη σου
Η μνήμη σου είναι σχεδόν το μνήμα σου
Η οίησή σου είναι σχδόν η ποίησή σου

*
ΟΤΑΝ ΤΑ ΔΕΝΤΡΑ
ΜΙΣΗΣΟΥΝ ΤΗΝ ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΩΝ

Θα ‘ρθει μια μέρα που τα δέντρα θα μισήσουν την αχαριστία των ανθρώπων και θα σταματήσουν να παράγουν ίσκιο, θροΐσματα κι οξυγόνο. Θα πάρουνε τις ρίζες τους και θα φύγουν. Μεγάλες τρύπες θα μείνουνε στη γη εκεί που ήταν πριν τα δέντρα. Όταν οι άνθρωποι καταλάβουνε τι έχασαν, θα πάνε και θα κλάψουνε πικρά πάνω απ’ αυτές τις τρύπες. Πολλοί θα πέσουνε μέσα. Τα χώματα θα τους σκεπάσουν. Κανείς δεν θα φυτρώσει.

*
Ω ναι, ξερω καλά πως δεν χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις, πως δεν χρειάζεται ωκεανός για να πνιγείς.
Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κοστούμι τους, μες στη βαθιά τους πολυθρόνα, πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.
Πλήθος αμέτρητο πνίγηκαν μέσα στη σούπα τους, σ’ ένα κουπάκι του καφέ, σ’ένα κουτάλι του γλυκού... Ας είναι γλυκός ο ύπνος τους εκεί βαθιά που κοιμούνται, ας είναι γλυκός κι ανόνειρος.
Κι ας είναι ελαφρύ το νοικοκυριό που τους σκεπάζει.

*
Τα αιωνόβια δέντρα ξέρουνε τα πάντα για τη ζωή των σκουληκιών κάτω απ’ το χώμα, για τη ζωή των μυρμηγκιών και των θηρίων πάνω στο χώμα, για το τραγούδι των πουλιών και του ανέμου πάνω απ’ το χώμα. Τα αιωνόβια δέντρα είναι σοφά· υποδέχονται μ’ ένα χαμόγελο επιείκειας τον ξυλοκόπο που τα σωριάζει στο χώμα.

*
Η συχνότητα με την οποία τα πουλιά τρώνε και χέζουν, τρώνε και χέζουν είν’ εκπληκτική· ούτε ο θάνατος δεν είναι τόσο λαίμαργος. Βέβαια, τα πουλιά τιτιβίζουνε αδιάκοπα και ορισμένα κελαηδούνε κιόλας, ενώ ο θάνατος ποτέ δεν κελαηδά, ποτέ δεν τιτιβίζει. Για να κερδίσουν τη συμπάθειά μας, για να γλιτώσουνε τα σκάγια και το δόκανο, μιμούνται τα αιθέρια όντα, ενώ ο θάνατος που έχει και τα σκάγια και το δόκανο κανέναν δεν μιμείται.

*
Φυλακισμένος μες στους τέσσερις τοίχους μου, φαντάζομαι τον κάμπο, το βουνό και τη θάλασσα. Κοιτώντας ένα λουλούδι στο βάζο, ένα λουλούδι ξεχασμένο και ξερό, μαντεύω την ευωδιά του ανοιξιάτικου κήπου. Τρώγοντας μιαν ελιά, πίνοντας μια γουλιά κρασί, διασχίζω νοητούς ελαιώνες, τρυγώ μυθικούς αμπελώνες. Με το σπέρμα μου να κυλάει ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου ή πάνω σε στείρους μηρούς, ακούω γέλια παιδιών, ακούω κλάμα.

*
Κοιμισμένο στο συρτάρι της κουζίνας, το ταπεινό μαχαίρι ονειρεύεται πως γίνεται σπαθί κι αστράφτει απειλητικά μέσα στον κουρνιαχτό της μάχης.
Την άλλη μέρα, τεμαχίζοντας καρότα, μέσα στους υδρατμούς και στις κλαγγές σκευών, θαρρεί πως ξανακούει το κάλεσμα της σάλπιγγας κι ορμάει, ξαφνικά, ακάθεκτο και κόβει της νοικοκυράς το δάχτυλο.

*
Γράφω τα ποιήματά μου με τον ίδιο τρόπο που στρώνει το κρεβάτι του ο μελλοθάνατος λίγο πριν από την εκτέλεση· μεθοδικά και τακτικά, φροντίζοντας σχολαστικά την κάθε λεπτομέρεια, την ίδια τρέφοντας μ’ αυτόν φρούδη ελπίδα ότι, αν δείξω επιμέλεια, θα μου δοθεί, την τελευταία στιγμή, η χάρη.

*
Καμιά φορά, κοιτά το σπίτι του απ’ έξω, σαν να ‘τανε διαβάτης, σαν περαστικός, κι αναρωτιέται πώς να είναι, άραγε, η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι. Φαντάζεται φωνές και φωταψίες, γέλια και κλάματα, γέννες, θανάτους, γάμους κι άλλες γέννες κι άλλους θανάτους και ποτέ σιωπή όπως αυτή που τον κυκλώνει όταν είναι μες στο σπίτι, απόλυτη σιωπή, θάνατος των θανάτων, όταν είναι μες στο σπίτι και κοιτά απ’το παράθυρο κι ούτ’ έναν δε διακρίνει διαβάτη να κοιτά το σπίτι απ’ έξω και ν’ αναρωτιέται πώς να ‘ναι, άραγε, η ζωή μέσα σ’ αυτό το σπίτι, πώς νιώθει αυτός που, ακουμπισμένος στο παράθυρο καπνίζει μέσα στη σιωπή, καπνίζει απανωτά τσιγάρα σέρτικα, καπνίζει την ψυχή του.


*
Δεν σ΄ονομάζω Θάνατο,
Θανή σ΄αποκαλώ
αφού θα μ΄αγκαλιάσεις κάποτε,
σε προτιμώ γυναίκα.

Και σε στίχους του Αργύρη Χιόνη:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου