Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011

Παραμύθι δίχως τέλος



Το κείμενο που ακολουθεί το έγραψα Αύγουστο-Σεπτέμβριο του 1986, σε ηλικία 19 ετών. Οι επιρροές μου από τη σοσιαλιστική ιδεολογία μα κι από τη γραφή αγαπημένων μου τότε συγγραφέων, προφανείς...όπως επίσης κι οι τεχνικές του αδυναμίες, συνέπεια μια ανώριμης γραφής και μιας ηθικοπλαστικής διάθεσης...Το ανέσυρα μόνο και μόνο για το σχεδόν προφητικό του περιεχόμενο, τόσο για τα γεγονότα που ακολούθησαν με την κατάρρευση των σοσιαλιστικών καθεστώτων όσο και για την τωρινή δοκιμασία που περνά η χώρα μας.

Ι

Σε ξεχασμένη εποχή, στο βάθος της λήθης ή και της σημερινής μας άγνοιας, καταμεσίς στην πεδιάδα των χαμογέλιων της ζωής, απλωνόταν μια πολιτεία τεράστια, με καθαρά στενά σοκκάκια, ζεστά σπιτικά, και το σπουδαιότερο, με πολλά παρθένα ζευγάρια μάτια χωρικών, που δε γνώριζαν απ’ τη ζωή παρά μονάχα τη σπλαχνική πνοή της που φυσούσε μες στις καρδιές χαρίζοντάς τους, έλεγες, την αιωνιότητα.
Οι στιγμές στη χώρα αυτή με γρήγορο ρυθμό περνούσαν· σημάδι σταθερό κάθε σύντομα βιωμένης ευτυχίας. Κάθε μέρα οι χωρικοί δουλεύαν στο πολυβασανισμένο χώμα επάνω, σπέρνοντας μέσα του όλες τις ελπίδες και τα όνειρά τους. Και ποθούσαν ν’ανθίσουν, να καρπίσουν...κι έτσι φάνταζε η γη στα ανυποψίαστα μάτια τους σαν μια ετοιμόγεννη γυναίκα· δε θ’ αργούσε να φέρει στον κόσμο τους ποθητούς απογόνους, συλλογίζονταν.
Μα ξαφνικά η ζωή έπαψε να χαμογελά, συννέφιασε το πρόσωπό της, τα παιδιά της μάνας γης πεθάναν πριν τη γέννα κι η πεδιάδα των χαμογέλιων στη στιγμή μετατράπηκε σε θλιμμένο, σκοτεινό τοπίο. Στην πολιτεία άρχισε να βρέχει μια βροχή που έπεφτε στο ρυθμό του θανάτου. Κι ο θάνατος κι η σκοτεινιά και τα νεκρά παιδιά δεν ήταν άλλο από μια εξουσία τυραννική.
Με το θάνατο του προηγούμενου καλόκαρδου ηγέτη της χώρας, άρχοντάς της έγινε κάποιος σκληρός, τρισάθλιος του στρατού αξιωματούχος.
Οι χωρικοί τον είπαν: «τύραννο». Κι είχε η λέξη αυτή πριονωτά δόντια και πόναγε η γλώσσα τους κάθε που την προφέραν.
Η πολιτεία άρχισε να κόβεται στα μέτρα του πόνου. Κι ολάκερη σιγά-σιγά γινόταν μια κραυγή στο στόμα της παγκόσμιας απελπισίας.
Οι χωρικοί τώρα δουλεύαν περισσότερο μα με λιγότερη όρεξη. Και δε σπέρναν πια στη γη ελπίδες κι όνειρα· μόνο την πότιζαν με ιδρώτα και δάκρυα.
«Με τέτοιο νερό ποιος σπόρος θα πιάσει;» συλλογίζονταν κακόκεφα.
Τα σπιτικά τους είχαν αδειάσει από αγαθά. Άρχισε ο κόσμος να πεινά, ενώ η εξουσία ρευόταν τον κόπο των πεινασμένων.
Ο καινούργιος βασιλιάς έβλεπε την πολιτεία να υποφέρει κι έσκαγε στα γέλια, χαϊδεύοντας με τα παχουλά του δάχτυλα τη γεμάτη κοιλιά του.
«Η πείνα σας, δική μου χορτασιά...
κι ο κόπος σας δική μου τεμπελιά.
Να ο νόμος της εξουσίας μου!», βροντοφώναζε μονάχος μέσα στο αρχοντικό του.
Από τότε οι στιγμές περνούσαν αργά πολύ αργά. Ένα παλιό ξεχαρβαλωμένο κάρο ο χρόνος ήταν, που κάθε τόσο τρίζαν οι τροχοί του και από πίσω το σπρώχναν μπρος όλης της χώρας οι φτωχοί χωρικοί-για να το πάνε προς τα πού;...δεν είχαν ακόμη τη δύναμη της γνώσης μες στο μυαλό τους. Μα είχαν τη δύναμη των μυώνων στα χερια τους.
Κι έτσι έπρωχαν το κάρο κι ας μην ήξεραν για πού· αρκεί οι τροχοί να γυρνούσαν, αρκεί η Ιστορία να μην έμενε αιώνια λυπημένη στο κατώφλι του σπιτιού τους.
Πάνω σ’ένα κλαδάκι όνειρο μες στην καρδιά τους τραγουδούσε τ’ομορφότερο πουλί:
η ελπίδα.
(Κάτι από αυτό το τραγούδι έχει σωθεί μέχρι και σήμερα. Στ’ αλήθεια, το ακούτε;...)

ΙΙ

Παλιότερα, υπήρχαν φορές που οι κάτοικοι της πολιτείας ακούγαν ξημερώματα να τους χτυπούν την πόρτα. Τότε σηκώνονταν μ’ έναν ελαφρύ φόβο στη ματιά και στων ποδιών το πέλμα · ρωτούσαν:
-Ποιος είναι; Ποιος είναι;
Δεν παίρναν απόκριση. Σε λίγο ακούγαν βήματα που ξεμακραίναν. Γύριζαν οι χωρικοί στα κρεβάτια τους με μιαν ευχάριστη υποψία πως αυτός που πρόσμενε να του ανοίξουν ήταν ο θάνατος, που τον είχαν κλείσει απ’ έξω και δεν μπορούσε μήτε στο σπίτι μήτε στην καρδιά τους να φωλιάσει. Έτσι, λυπημένος, άπραγος, τριγύριζε στα σοκκάκια, ζητιανεύοντας μια ψίχα ζωής για το άδειο στομάχι του.
Μα από τότε που κάθισε στο θρόνο η νέα σκληρή εξουσία, δεν ξανάκουσε κανείς κανένα χτύπο στη βραδινή του πόρτα. Κι όλοι τους ξέραν πολύ καλά αυτό τι σήμαινε.
Κοιμόντουσαν με απλωμένη πάνω στα γυρτά ματοβλέφαρά τους μια λεπτή επίστρωση θανάτου...

Ο τύραννος της χώρας έκανε ό,τι μπορούσε για να διασκεδάσει τη μονοτονία και τη μοναξιά της εξουσίας του. Έτσι αρκετά συχνά διοργάνωνε αγώνες με συμμετοχή απλών, φτωχών ανθρώπων που ήλπιζαν να νικήσουν και να πάρουν τα χρηματικά βραβεία που δίνονταν σε κάθε νικητή.
Άλλοτε λοιπόν ο βασιλιάς ζητούσε να του φέρουν και να του δείξουν την ομορφότερη γυναίκα της χώρας, άλλοτε τον πιο ευτυχισμένο χωρικό (τι ειρωνεία αλήθεια...πού να τη βρεις την ευτυχία πάνω «στο πτώμα του ήλιου»· έτσι πια λέγαν την πολιτεία οι κάτοικοί της...) κι άλλοτε το γεροντότερο όλων.
Κάποτε ζήτησε να δει τον πιο άδικο, τον πιο κακούργο άνθρωπο.
Οι χωρικοί του πήγαν κλέφτες, βιαστές, φονιάδες...μα κανείς δεν τον έπειθε για την άμετρη κακία του. Μέχρι τη στιγμή που κάποιος ζητιάνος-κι είχε πολλούς τέτοιους τώρα η χώρα-είχε μια τολμηρή ιδέα.
Ένα πρωινό παρουσιάστηκε στο βασιλιά που εκείνη την ώρα τσιμπολογούσε κόκκινες ρόγες από τσαμπιά σταφύλι, τον πλησίασε, σήκωσε με τα κοκκαλιάρικα χέρια του ένα μακρόστενο καθρέφτη στο ύψος του προσώπου του βασιλιά και του ’πε να κοιτάξει μέσα.
Ο βασιλιάς, έκπληκτος, κοίταξε μέσα στον καθρέφτη τον εαυτό του, μπουκωμένος καθώς ήταν απ’ το σταφύλι κι έσταζε έξω από το στόμα του κόκκινο ζουμί-δεν ήξερες αν ήταν από το σταφύλι ή από το αίμα των δουλευτάδων του...
-Να αυτός που ζητάς! του ’πε με μια τρεμουλιαστή, απ’ την πείνα κυρίως κι όχι τόσο απ’ το φόβο-φωνή ο ζητιανάκος.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα δυνατό βουητό απ’ τα αυθόρμητα γέλια του πλήθους που παρακολούθησε τη σκηνή.
-Να ο νικητής! Να ο νικητής! άρχισαν να φωνάζουν ρυθμικά δείχνοντας το ζητιάνο.
Ο βασιλιάς σοβάρεψε, έφτυσε δυο ρόγες πάνω στον καθρέφτη που μέσα του απλωνόταν το παχουλό είδωλό του, σούφρωσε τα χείλη, έσμιξε τα φρύδια, ρυτίδωσε το μέτωπό του και διέταξε τους φρουρούς του:
-Πιάστε τον! Πιάστε τον και θανατώστε τον!
Η ποινή θα εκτελούνταν το ίδιο απόγευμα.
Σαν ήρθε η ορισμένη ώρα, οι χωρικοί παράτησαν τα σύνεργα της δουλειάς τους, σύρθηκαν μέχρι τα σπιτικά τους. Κανείς δεν ήθελε ν’ άντικρίσει το αποτρόπαιο θέαμα.
Στην κεντρική πλατεία είχε κιόλας στηθεί μια εξέδρα όπου περίμενε ο κουκουλοφόρος δήμιος με το φονικό όπλο στα χέρια του. Σε λίγο φέραν το ζητιανάκο.
Ήταν ένα νιούτσικο, αμούστακο αγόρι, που η κακοπερασιά κι η μιζέρια τον έδειχναν μεσήλικα. Παρ’ όλη τη δύσκολη ζωή του ήταν πάντα αισιόδοξος κι αυθάδης μπροστά σε κάθε αδικία.
Ανέβηκε με αργά βήματα στην εξέδρα, πλησίασε το δήμιο, έριξε μια ματιά γύρω του· πάνω στην πιο κόκκινη λιαχτίδα του δειλινού ξάπλωνε το κορμί της η μελαγχολία. Το καλοκαίρι ξεψύχαγε στην άκρη της μέρας - φθινοπώριαζε...
Έσκυψε το κεφάλι. «Πρώτη φορά που σκύβω το κεφάλι!»σκέφτηκε. «Ας είναι κι η τελευταία...»
Μέσα σε μια επιβλητική ησυχία το τσεκούρι σηκώθηκε, διέγραψε μια ημικυκλική τροχιά στον αέρα κι έπεσε στη ρίζα του κεφαλιού.
Το αίμα πηχτό, ζεστό, πετάχτηκε μακριά, πολύ μακριά, έβαψε τους τοίχους των σπιτιών, πέρασε από τις χαραμάδες των παντζουριών, πιτσίλισε τα πρόσωπα όλων των κατοίκων της χώρας· από τότε όλοι οι άνθρωποι της πολιτείας θα κουβαλούσαν στα μάγουλά τους κάτι κόκκινα στίγματα, σαν έφηβοι που όλο και σίμωναν την πρώτη ερωτική τους νύχτα.
Κοιταζόντουσαν αναμεταξύ τους καλά-καλά, βαθιά μέσα στα μάτια, χαμογελούσαν για το κοινό, ανομολόγητο μυστικό τους. Η σιωπή ωρίμαζε μες στην καρδιά τους· κι ήταν, έλεγες, σαν την ανήσυχη σιωπή πριν από σεισμό...

ΙΙΙ

Από τότε οι άνθρωποι της χώρας αφουγκράζονταν με προσοχή την καρδιά τους· υπήρχαν φορές που την άκουγαν να σιγομουρμουρίζει ένα εφιαλτικό, παρατεταμένο τραγούδι πόνου, άλλοτε πάλι άναρθρες κραυγές σηκώνονταν από εκεί και προσπαθούσαν να συντονιστούν κι όλες μαζί να συλλαβίσουν μια μεγάλη, ένιωθες, λέξη· ίσως, ελευθερία.
Κι έτσι καθώς έσκυβαν μέσα τους οι χωρικοί μ’απορία αντίκριζαν κάποιον να τους κοιτάζει με σιγουριά.
«Να ’ναι αυτό το μέλλον;...Να ’ναι αυτό το καινούργιο μας πρόσωπο που ακόμη διστάζει να φανερωθεί;»,αναρωτιούνταν. Περπατούσαν στους δρόμους με τα κεφάλια τους ασυνήθιστα διογκωμένα απ’ τις βαθιές τους σκέψεις.
Ώσπου μια μέρα αποφάσισαν να δώσουν τέλος στην αναμονή κι αρχή σε μια νέα ζωή· στον αγώνα και την αντίσταση.
«Γροθιά στο στομάχι της εξουσίας, να ξεράσει το μόχθο μας που τόσο καιρό μονάχη χαίρονταν!», κάποιος ακούστηκε να λέει στην πρώτη μυστική τους σύναξη.
«Γνωρίσαμε τον πόνο, καιρός πια να γνωρίσουμε τη χαρά του αφανισμού του», φώναξε άλλος.
Κι η μέρα εκείνη στάθηκε κρυφή γιορτή μεγάλη, γλέντι λαού πρωτόγνωρο, καθώς αποφασίστηκε ξεσήκωμα παλλαϊκό όλων των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές τους.
Το κρασί έρρεε άφθονο και πότιζε την οργή τους. Λευκό κρασί, σαν την επιδερμίδα του ονείρου...ροζ, σαν το συννεφάκι μιας περασμένης άνοιξης...και κόκκινο, σαν κι εκείνο που προαισθάνονταν πως θα ’ρθει...
Ο ξεσηκωμός ορίστηκε για το χειμώνα· νύχτα των Χριστουγέννων. Θα ’πιαναν έτσι τον ανύποπτο βασιλιά και τους φρουρούς του στο φαγοπότι και στη διασκέδαση· κι άλλο πια φαγοπότι κι άλλη διασκέδαση δε θα γνωρίζαν στη ζωή τους.
Ο χειμώνας μπήκε αγριεμένος γέροντας, κουτσοδόντης, με χιονισμένα τα μαλλιά, που σαν τα τίναξε να ελαφρώσει λίγο απ’ το βάρος του κεφαλιού του, βούλιαξε την πολιτεία σ’ ένα εκτυφλωτικό λευκό.
-Λευκό! ψιθύρισαν οι χωρικοί...., σαν την επιδερμίδα του ονείρου. Και ρόδιζε το όνειρό τους...σαν το αιμόφυρτο συννεφάκι μιας περασμένης άνοιξης.
Το κόκκινο όμως δεν το ψελλίσαν παρά τη μεγάλη νύχτα των Χριστουγέννων. Μα δεν ήταν αυτό που περίμεναν. Ήτανε αίμα, αίμα κι αποτυχία...
Ο στρατός είχε αποκρούσει τα εξεγερμένα πλήθη κι η τάξη είχε επιβληθεί ξανά στην πολιτεία...Πολλοί σκοτώθηκαν, άλλοι πιάστηκαν· περισσότεροι όμως ήταν αυτοί που απελπίστηκαν.
«Ώστε λοιπόν η αξία της ζωής δε βρίσκεται παρά στο πόσο καλά σέρνεται; Πουθενά αλλού; Πουθενά;», αναλογίζονταν θλιμμένοι κι έσερναν τα κορμιά τους ανάμεσα στα συντρίμμια της χαμένης επανάστασης.
Υπήρχαν όμως κι αρκετοί που προσπαθούσαν ν’ ανορθώσουν το ηθικό των ηττημένων επαναστατών. Έψαχναν λοιπόν αυτοί, έψαχναν για οράματα, ουτοπίες κι ελπίδες απ’ όπου θ’αγκιστρώνονταν οι χωρικοί για ν’ αποφασίσουν έτσι νέο ξεσηκωμό.
-Άνθρωποι της χώρας, αδέρφια αγωνιστές, σηκώστε λίγο το βλέμμα σας απ’ τα συντρίμμια και κοιτάχτε πώς φέγγει ο κόσμος γύρω σας απ’ τις ακτίνες του μέλλοντος...Η ζωή είναι απελπιστικά όμορφη για να την αρνηθείς...Η πολιτεία μας είναι γεννημένη μέσα στο φως· πηγή φωτός κι η ίδια. Και να ξέρετε : ό,τι μέσα στο φως γεννιέται, πολεμά το σκοτάδι!»
Κι είχαν πολύ σκοτάδι τα χρόνια εκείνα. Μια μήτρα σκοτεινή η πολιτεία ήταν, που το φως μοχθούσε να φέρει στον κόσμο, πάλι γεννώντας το.
Μετά την αποτυχία της εξέγερσης, το μόνο που ακόμη χαμογελούσε με του λαού το στόμα, ήταν ο πόνος· ένας πόνος συνθλιπτικός. Μα όπως και πάντα, έτσι και τότε, ό,τι συνέθλιβε το λαό, τον επαναστατούσε κιόλας.
Να τος λοιπόν λοιπόν πάλι, ο ξεσηκωμένος χωρικός, με την αγριάδα να φλογίζει ξανά το μάτι και την ελπίδα λυτρωτικά να καίει την καρδιά, με τα γυμνά του πόδια να δρασκελάει τη γη όπου κάποτε τα πρώτα ντροπαλά του βήματα έκανε στον κόσμο, να τος με την αξίνα, την τσουγκράνα και το τσεκούρι στα χέρια, έτοιμος να τσακίσει ό,τι τον ίδιο τσάκιζε πρωτύτερα, να τος! Μπροστά στο βασιλικό ανάκτορο...
Και να ξανά το αίμα, να μια νέα ήττα· μονάχα που ετούτη τη φορά το αίμα κι η ήττα της εξουσίας ήταν.
Ναι! Ετούτη τη φορά η ώριμη ελπίδα είχε περάσει το κατώφλι της πραγματικότητας. Ετούτη τη φορά, καθώς η ζωή ξαναπάλευε μια βαθιά ανάσα να πάρει, ξεψύχησε ο βασιλιάς!
Ο λαός μπορούσε επιτέλους να ζητωκραυγάσει νικητής πια, το αγιασμένο όνομά του. Μπορούσε επιτέλους να στεριώσει ένα καινούργιο χαμόγελο στο πρόσωπο της Ιστορίας!
(Για δείτε την, τι όμορφη που είναι, σαν μας χαμογελά! Όλοι μας τη λαχταρούμε στο κρεβάτι μας, να σμίξουμε μαζί της, να μας φτιάξει γερά παιδιά : τα μελλούμενα, που κι αυτά σαν τη μητέρα τους όμορφα θα ’ναι...)

Η χαρά της νίκης όμως δεν κράτησε πολύ· πρόσκαιρη ήταν. Όπως κάθε αλαφιασμένο πέταγμα της ψυχής σε ασυννέφιαστο ορίζοντα...Το χαμόγελο της Ιστορίας κι αυτό πρόσκαιρο. Γιατί στο θρόνο ανέβηκε κάποιος που δεν απέφυγε το λαό κι αυτός να βασανίσει...Τα χρόνια εκείνα πολύ άγουρα ακόμη ήταν για μια τέτοια ευτυχία: την εξάλειψη κάθε κοινωνικής αδικίας.
Η μοναδική τους ίσως ευτυχία βρισκόταν στο ότι δε θα ξανάρχονταν...

IV

Έτσι περνούσαν τα χρόνια, οι αιώνες. Κι όλα αλλάζαν. Μονάχα που ακόμη ένα δάκρυ ασήμιζε στο μάγουλο της Ιστορίας. Όλα αλλάζαν. Μονάχα που των χωρικών τα πρόσωπα ακόμη κουβαλούσαν εκείνα τα αξέχαστα, παλιά μα καθόλου ξεθωριασμένα κόκκινα στίγματα : σύμβολα της εφηβείας και καθετί ανεκπλήρωτου, και γι’ αυτό ασυμβίβαστου.
Αδικίες, ξεσηκωμοί ενάντια στις αδικίες, επιτυχίες, αποτυχίες, φούντωμα νέων ελπίδων για νέους ξεσηκωμούς ενάντια σε νέες αδικίες... Έτσι περνούσαν τα χρόνια, οι αιώνες...
Κι η Ιστορία, άλλοτε χαμήλωνε σκοτεινιασμένη το πρόσωπό της - ντρεπόταν για λόγου της - κι άλλοτε αστραποβολούσε μέσα στην αέναα παροδική ομορφιά της, περήφανη νιώθοντας για τους πλαστουργούς της.
Έτσι πέρασε ο καιρός. Με τους χωρικούς της παλιάς εκείνης, ξεχασμένης πολιτείας, ακόμη να σπρώχνουν από πίσω μπρος το κάρο του χρόνου, κυλώντας το ως τις μέρες μας.
Με τους ανθρώπους της «πεδιάδας των χαμογέλιων» αμετανόητα αγωνιστές, αμετανόητα συνεχιστές της ζωής, μες σε παγκόσμιο σκοτάδι χτίζοντας το φως, ένα αγγελικό φως-κατάλευκο· σαν την επιδερμίδα του ονείρου- και τη ζωή να ροδίζει στα μάγουλά τους-ροζ σαν το αιμόφυρτο συννεφάκι μιας περασμένης άνοιξης-να εκτοξεύουν τα χαμόγελά τους προς ένα μέλλον σπαραχτικά κόκκινο· σαν κι αυτό που κάποτε προαισθάνονταν πως θα ’ρθει, μα που τώρα αγωνίζονται να ’ρθει...

*

Το παραμύθι αυτό δεν τελειώνει εδώ. Είναι ένα παραμύθι «δίχως τέλος».
Μα...
αν τέλος θες εσύ να δώσεις,
το μέλλον δε θα πρέπει να προδώσεις.

(Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1986)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου