Σάββατο 13 Αυγούστου 2011

Έξι νύχτες στην Ακρόπολη, του Γ. Σεφέρη



*

Στην Ελλάδα έφτασα ως την άκρη. Η μοναξιά γίνεται συχνά συγκατάβαση, όπως το φεγγαρόφωτο. Αισθάνεσαι να σε βασανίζει μια ακατασίγαστη δίψα να ομολογήσεις και δεν υπάρχει τίποτε να ομολογήσεις. Παλεύεις, ή νομίζεις πως παλεύεις, γιατί δεν έχεις πια δύναμη.

*

-Ώρα να φεύγουμε, του είπε. Να ρητορεύει κανείς στη χάση του φεγγαριού πάει κι έρχεται. Αλλά με πανσέληνο, το πράγμα μπορεί να γίνει επικίνδυνο.

Τον βοήθησε να σηκωθεί γελώντας.

-Αυτό το φως είναι ένας φαρμακωμένος χυμός, είπε ο Στράτης.

Είχε την εντύπωση πως η Ακρόπολη ήταν καινούργια ως εκείνο το βράδυ και πως δυο χιλιάδες χρόνια συμπιεσμένος καιρός είχε ξαφνικά τιναχτεί και την είχε κάνει συντρίμματα.

*

Σαν έμεινε μόνος στην Ακρόπολη ο Στράτης

ανέβηκε σε μια πέτρα κι είπε:

Αναρίθμητο φως του φεγγαριού!

Συντρίμμια, σκαλωσιές!

Ω τσακισμένες κολόνες,

Ω μεγάλη ακαταστασία.

Ω φυγή!

Η Σφίγγα, η Λάλα, ο Καλλικλής, έφυγαν.

Ο Νώντας, ο Νικόλας, έφυγαν.

Έφυγε και η Σαλώμη.

Δικαιοσύνη!

Ήτανε τρυφερές οι γυναίκες που αγάπησα· μόνο που ο χωρισμός τις έντυνε με τη σιδερένια φορεσιά του, βιαστικά.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου