Κυριακή 27 Φεβρουαρίου 2011

Γ. Σεφέρη, Έξι νύχτες στην Ακρόπολη (Α)




*

Βγήκε. Το πεζοδρόμιο άνω κάτω· σκόνταψε και παραπάτησε. Τα σύννεφα είχαν αδειάσει τον ουρανό· μέρα η πανσέληνος. Έβγαλε ένα χαρτί και σημείωσε:

«Τα πόδια μας μπερδεύουνται στις κλωστές που δένουν τις καρδιές μας.»

*

Ξύπνησα προτού να φέξει. Φεγγάρι από μεταξωτό χαρτί κολλημένο στα τζάμια μου· δάκρυα της αυγής· ώρα μενεξεδιά: μενεξεδί- αρχαίο-ελληνικό· πικρή γέψη του ξύπνου· γλυφή γέψη της αβεβαιότητας· αηδία. Βηματίζω στο στενό περιγιάλι που είναι η πεθυμιά μου να κλάψω. Με περίμενε μέσα στην ομίχλη εκείνο το βράδυ· δεν είχα δει τόσο πυκνή παρά μόνο στη Λόντρα. Φορούσε ένα σκούρο φόρεμα, με μια κόκκινη εσάρπα που δεν έμενε ποτέ στη θέση της· τη συμμάζευε ολοένα· της έλεγα: «οι ματωμένες πληγές της ομίχλης…»

*

Άκουσα σήμερα από έναν πρόσφυγα τούτο:Βγήκαν κυνηγημένοι σ’ένα ελληνικό νησί. Μαγαζιά, σπίτια, πόρτες, παράθυρα, έκλεισαν όλα μονομιάς. Αυτός με τη γυναίκα του μέσα στο κοπάδι. Το μωρό έξι μέρες να τραφεί· έκλαιγε, χαλνούσε τον κόσμο. Η γυναίκα παρακαλούσε για νερό. Τέλος από ένα σπίτι της αποκρίθηκαν: «Ένα φράγκο το ποτήρι». Κι ο πατέρας συνεχίζει: «Τι να κάνω, κυρ Στράτη, έφτυσα μέσα στο στόμα του παιδιού μου για να το ξεδιψάσω».

*

-Θα ’πρεπε οι πολιτικοί μας να κρατούσαν μιαν ολυμπιάδα σιωπής ύστερ’ από το χαλασμό του Έθνους, του είπα.

*

Μου φαίνεται πιο άσεμνο να ξεγυμνώσω τη συγκίνησή μου παρά το σώμα μου.

*

Όμως εξήγησέ μου, σε παρακαλώ, γιατί, τον καιρό της ξενιτιάς, στην κάμαρά μου που δεν την έβλεπε ποτέ ο ήλιος, χωρίς φωτιά, όταν δεν άντεχα πια από το κρύο, έπαιρνα και διάβαζα το Ζ της Ιλιάδας και πίστευα πως με βοηθούσε; Όχι καθόλου, θέλω να πω, τα σκηνικά και η ομορφιά του ποιήματος, αλλά αυτή η θέρμη, η πικραμένη θέρμη για τη μοίρα του ανθρώπου· αυτή η αίσθηση της ανθρωπιάς, που ψηλαφεί κανείς χωρίς να μπορεί να την προσδιορίσει, κι ωστόσο την αισθάνεται τόσο δική του μέσα στην ψυχή ενός άγνωστου που ονομάζουμε Όμηρο.

*

Το στόμα της Σφίγγας έμοιαζε με την τελεία που τερματίζει το σύμπαν.

*

Ο Νικόλας μου δάνεισε το ημερολόγιο του Amiel που ξέρω τόσο λίγο. Το ξεφύλλισα και το άφησα. Συλλογίζομαι αυτόν τον άνθρωπο που για χρόνια και χρόνια καθότανε μπροστά στο άσπρο χαρτί, βουτούσε την πένα στο μελάνι και το μαύριζε με υπομονή, με επιμονή - το μαύριζε με τον εαυτό του. Τον συλλογίζομαι με άπειρη συμπόνια. Αποτρόπαιο.

*

Μια μέρα πέρσι το καλοκαίρι, μόλις τη γνώρισα, κολυμπήσαμε μαζί. Έβγαινε απ’το νερό, και οι στάλες κυλούσαν πάνω της σα να μην την άγγιζαν, σα να ήταν εκεί μόνο για να τη δέσουν μέσα στο φως· το φως της ανάστασης.

*

Ανέβηκα στο Λυκαβηττό· βοηθά κάποτε, το αίσθημα του βράχου. Ένας στρατιώτης στο παρατηρητήριο· ένας άλλος πλένοντας τα πόδια του πάνω σε μια πέτρα-χλωμά πόδια. Φωνές από καμιά τριανταριά παιδιά που τα οδηγούσε μια Γερμανίδα. Η εκκλησιά άσπρη και αδιάφορη στην κορυφή όλων αυτών, σαν ένας γέροντας στο βάθος ενός μεγάλου κρεβατιού, όπου κάθουνται, κοιμούνται, κάνουν τον έρωτα ένα σωρό αδιάφορα πρόσωπα –τους γυρίζει την πλάτη και τραβά κατά το θάνατο.

Πέρα, η Ακρόπολη αγκυροβολημένη· έτοιμη να σαλπάρει.

*

Η Σαλώμη κοίταζε τις Καρυάτιδες:

-Τι είναι αυτά τα κορίτσια, γυναίκες ή κολόνες;ρώτησε. Το τεντωμένο πόδι δείχνει πως σηκώνουν ένα βάρος , το άλλο;…

-Το περίεργο είναι, είπε ο Στράτης, ότι νιώθει κανείς στο στήθος τους το βάρος που σηκώνουν.

*

Κηφισιά! Κηφισά!

φεύγω με το μπούσι

και τ’αγέρι που φυσά

σκώνει σκόνη πούσι.

Ρηχή ψυχή, καρδιά φαρδιά

της ηδονής πραμάτεια,

Κηφισιά, πού είν’η κοπελιά

που μ’ άνοιξε τα μάτια;

*

Ο Στράτης αποκρίθηκε λαχανιασμένος:


Ήταν Ιούλιος δύο ώρες μεσημέρι· έκαιγε η ζέστη, τα πόδια κολλούσαν στην άσφαλτο, τα ρούχα στο κορμί, το κορμί στην ψυχή που εξατμίζουνταν. Πήγαινα για τσιγάρα. Το κιόσκι σκεπασμένο πάνω ως κάτω με τα κιτρινισμένα φύλλα που διαφημίζουν τις γύμνιες κάθε δυτικής χώρας. Άντρες τριγύριζαν με πρόσωπα αλειμμένα υδράργυρο και μαύρο βερνίκι, γυναίκες με μπράτσα γυμνά, από τη ρίζα ως τα νύχια επισημασμένα από τα συστηματικά έντομα του κρεβατιού. Τι μού ’ρθε τότε να ζητήσω τη σχέση που είχαν μεταξύ τους αυτοί οι άντρες, αυτές οι γυναίκες, αυτός ο τόπος. Από τότες άρχισαν τα βάσανά μου. Γύρισα τους δρόμους, τα εστιατόρια, τα τραμ, τα συνοικιακά θέατρα, τους υπαίθριους κινηματογράφους, τον καραγκιόζη, τα καφενεδάκια όπου βολεύει κανείς την ανυπόφορη νύχτα μ’ένα χωνί πασατέμπο…και πού δεν παραμόνεψα για να τους μάθω. Πιανόμουν από μια ματιά, από ένα σχήμα του χεριού, κυκλοφορούσα μέσα στον άνθρωπο κι έβγαινα στον αφρό εξαντλημένος σα να είχα ταξιδέψει μέσα σε δέντρο. Σκότωνα τα φαντάσματα που γεννούσα μόλις μια από τις πέντε μου αισθήσεις παραστρατούσε. Δοκίμαζα πάνω στον άνθρωπο τη πράξη της αναγωγής στο φυσικό του μέγεθος. Οι περισσότεροι μίκραιναν, μίκραιναν και στο τέλος φεύγαν μέσ’ απ’ τα δάχτυλά μου σαν κουνούπια. Άλλοι δεν έχαναν ούτε μια γραμμή από τον όγκο τους, μόνο…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου