Παρασκευή 10 Δεκεμβρίου 2010

Ο Χιονάνθρωπος, του Χ. Κ. Άντερσεν



«ΤΙ ΘΑYΜΑ ΚΡYΟ ΕΙΝΑΙ ΑYΤΟ!» έλεγε ο Χιονάνθρωπος. «Ολόκληρο το κορμί μου τρίζει. Κι αυτός ο άνεμος σου δίνει ζωή μία τέτοια χιονοθύελλα, που μόλις κι αφήνει να φαίνεται ο χλωμός δίσκος του λαμπαδιάρη [εννοούσε τον Ήλιο] που μόλις και φωτίζει τα πετραδάκια μου!»
Γιατί, αντί για μάτια, ο Χιονάνθρωπος είχε δύο τριγωνικά κομμάτια άπό κεραμίδι κι αντί για στόμα είχε μια χτένα μέ μπόλικα δόντια...
Ό Χιονάνθρωπος είχε γεννηθή μέ τις χαρούμενες κραυγές των παιδιών, που τόν είχαν στήσει, και μέ τα κουδουνίσματα των έλκηθρων, που περνούσαν τρέχοντας στό χιονισμένο δρόμο.
Ό Ήλιος βασίλεψε κι ανέτειλε το Φεγγάρι. Ό παγερός αέρας γέμισε άπό γαλάζιες ανταύγειες μέσα στό φως πού σκόρπιζε το ολόγιομο το Φεγγάρι.
«Πώς θα ‘θελα να μπορούσα νά περπατήσω! έκαμε ο Χιονάνθρωπος. Τί ωραία πού θα 'τανε νά μπορούσα νά γλιστράω πάνω στον πάγο, όπως εκείνα κει τά παιδιά, πού κάνουν παγοδρομίες στή λίμνη...
«Ούάκ! Ούάκ!» γάβγισε το μαντρόσκυλο.
Είχε κρυώσει και δέν μπορούσε νά προφέρη σωστά το «Γάβ, γάβ!» του, γιατί έμεινε πολλήν ώρα κοντά στή φωτιά.
—Ό Ήλιος θά σέ μάθη νά τρέχης! είπε ύστερα, βραχνιασμένο, στον Χιονάνθρωπο. Το ξέρω, γιατί είδα πέρυσι και πρόπερσι τους προγόνους σου, πού μόλις είδαν τόν Ήλιο νά δυναμώνη, έγιναν καπνός κι άπό δω νά παν οι άλλοι....
— Δέν τά ξέρω έγώ αυτά! απάντησε ο Χιονάνθρωπος. Αυτό έδώ, λές νά μέ τρομάξη; [εννοούσε το Φεγγάρι]. Μά αυτό ίσα - ίσα τρέχει κι όχι έγώ!
— Δέν ξέρεις τίποτα έσύ! είπε το μαντρόσκυλο. Αυτό πού βλέπεις είναι το Φεγγάρι... Μά εγώ λέω γιά τόν Ήλιο! Αυτός θά σέ κάμη λιώμα, σάν έρθη ή ώρα του. Κι ή ώρα αυτή δέ θ' άργήση νά ρθη, γιατί μέ πονάει το άριστερό πίσω πόδι μου, κι αυτό είναι σημάδι πώς θ' άλλάξη σύντομα ό καιρός...
Και πραγματικά, ο καιρός άλλαξε. Κατά τό πρωί, μιά πυκνή καταχνιά τύλιξε τά πάντα μέ τό άσπρο της πέπλο, όταν όμως βγήκε ο ΄Ηλιος, σηκώθηκε ένας παγερός βοριάς και όλα κρυστάλλιασαν πάλι. Τά δέντρα και τά χαμόκλαδα σκεπάστηκαν μέ παγοκρύσταλλα, σά νά στολίστηκαν μέ διαμάντια. Μοιάζανε μέ πεντάμορφες άσπρες δαντέλες, κεντημένες στο γαλάζιον ουρανό, δαντέλες, που άστραποβολούσαν στην πιο μικρή πνοή του ανέμου. ΄Ολα αυτά λάμπανε κι έπαιζαν στον ΄Ηλιο, σκορπώντας πολύχρωμες αχτίδες, σάν ουράνιο τόξο..
— Τί θαύμα πού είναι! φώναξε μιά κοπέλα στο νεαρό συνοδό της, καθώς περπατούσαν μέσα στον κήπο. Τέτοιαν ομορφιά δέν τή βλέπεις τό καλοκαίρι .
— Κι ούτε έχουμε τέτοια παλικάρια τό καλοκαίρι, της είπε ο νέος δείχνοντας τον Χιονάνθρωπο πού καμάρωνε.
Ή νέα γέλασε, χαιρέτησε τον Χιονάνθρωπο κι ύστερα έφυγε μαζί μέ τον νέο, ένώ τό χιόνι έτριζε κάτω άπό τά βήματά τους.
— Ποιοί ήταν αυτοί; ρώτησε ο Χιονάνθρωπος τό μαντρόσκυλο, όταν έφυγε τό ζευγαράκι. Έσύ είσαι χρόνια έδώ και θά τους ξέρης!
—"Αν τους ξέρω! Αύτοι μού φέρνουν κόκκαλα και μέ χαϊδεύουν. Είναι φίλοι μου και δέν τους δαγκώνω....
— Καλά, και τί είναι;
—Αρραβωνιασμένοι! απάντησε τό σκυλί. Δηλαδή νά, όπου να ναι θά τρυπώσουν στην ίδια καλύβα και θά γλείφουν τό ίδιο κόκκαλο!
—Ωστε λοιπόν είναι σπουδαία πρόσωπα, σάν κι εμάς τους δυό!
— Βέβαια, είναι αρχοντόπουλα ! Τους ξέρω όλους σέ τούτο έδώ τό σπίτι, όχι σάν κι εσένα, πού γεννήθηκες μόλις χθες! Τους ξέρω μάλιστα άπό τότε πού δέν καθόμουνα έδώ στην παγωνιά, δεμένος στην αλυσίδα, αλλά ήμουνα ένας σκύλος του σαλονιού και μέ πρόσεχε όλος ο κόσμος! Ούάκ, Ούάκ!
—Έμενα μ' αρέσει ή παγωνιά! είπε ο Χιονάνθρωπος. Πές μου όμως τήν ιστορία σου. Πρόσεχε μονάχα νά μήν κουδουνίζης έτσι μέ τις αλυσίδες σου, γιατί κάτι ραγίζει μέσα μου όταν τό ακούω αυτό....
—Ημουνα κάποτε ένα όμορφο κουταβάκι, άρχισε νά λέη ο σκύλος. Μέ είχανε «μή μου άπτου» τ’ αφεντικά μου, μέ βάζανε και κοιμόμουνα σέ μεταξωτό μαξιλάρι, έκει ψηλά, στό απάνω πάτωμα τού σπιτιού, πού μένουν τά ίδια τα αφεντικά.... Μέ χάιδευαν και με φιλούσαν στη μουσούδα μου. Με λέγανε «Άμί» τότε, που θα πη «Φίλο»! Σα μεγάλωσα όμως, μέ βρήκανε άβολο για μές τα δωμάτια και μέ χάρισαν στην οικονόμο τους. "Ετσι, κατάντησα να ζώ σέ υπόγειο. Άλλα και κει καλά τά περνούσα· κι έπειτα δέ μ' ένοχλούσανε τόσο τα παιδιά, όσο απάνω. Ετρωγα και καλύτερα και είχα και τό μαξιλάρι μου κοντά στη σόμπα. Τό χειμώνα, ξέρεις, δέν υπάρχει τίποτα καλύτερο από μια ζεστή σόμπα! Ακόμα και τώρα ονειρεύομαι τήν ωραία εκείνη σόμπα, που κρυβόμουνα από κάτω όταν έκανε παγωνιά, όπως σήμερα....
— Τί είναι ή σόμπα; ρώτησε ο Χιονάνθρωπος. Μου μοιάζει καθόλου;
— Κάθε άλλο ! Είναι ολόμαυρη και ζεστή. "Εχει έναν μακρύ - μακρύ λαιμό, πού φτάνει ώς τά κεραμίδια... Και τρώει ξύλα... "Οταν χόρταση, βγάζει φλόγες από τό στόμα! Τί ζεστασιά όμως πού σκορπάει γύρω τριγύρω της ! Έκεί πού είσαι, θά τήν βλέπης, ίσως, από τό παράθυρο.
Ό Χιονάνθρωπος τεντώθηκε και είδε στ' αλήθεια ένακατάμαυρο πράμα μες στό δωμάτιο, που έβγαζε φλόγες από τό πορτάκι...
— Και γιατί τήν άφησες ύστερα; ρώτησε τό σκύλο, ένώ ένιωθε κάτι σα
συμπάθεια πια για τήν όμορφη, γυαλιστερή σόμπα. Πώς μπόρεσες κι άφησες
έναν τόσο καλό φίλο;
—Αναγκάστηκα, θέλοντας και μή! απάντησε ο σκύλος. Μέ πέταξαν έξω και μέ δέσαν έδώ. Είχα δαγκώσει έναν άπό τα μικρά τ' αφεντικά, γιατί μου είχε τραβήξει τό κόκκαλο άπ' τό στόμα. Αυτό τό πήραν πολύ βαριά, κι άπό κείνη τή μέρα, μέ έχουν δεμένον έδώ έξω, όπου βράχνιασα και δέν μπορώ πιά να γαβγίσω άπό τήν παγωνιά!
Ό Χιονάνθρωπος όμως δέν άκουγε πιά τή φλυαρία του φίλου του. Κοιτούσε κατά τό παράθυρο, άπ' όπου έβλεπε τή σόμπα, καθώς στεκόταν καμαρωτή στά σιδερένια της πόδια, μεγάλη και ψηλή, όπως κι αυτός....
— Νά μπορούσα νά πάω κοντά της ! συλλογιζότανε ο Χιονάνθρωπος. Κάτι μου λέει πώς θα μπορούσαμε νά γίνουμε καλοί φίλοι. Μόλις τή βλέπω, σά νά λιώνη κάτι μέσα μου!
Και μιλώντας στο σκύλο, του είπε:
— Πώς θά ήθελα νά πήγαινα μέσα στο δωμάτιο, ν' αγκαλιάσω τή σόμπα, νά της πώ τά παράπονα της ζωής μου!
— Αυτό δέν μπορεί νά γίνη ποτέ! έκαμε ο σκύλος. "Αν πλησιάσης τή σόμπα, χάθηκες!
— Μά κι αν δέν τήν πλησιάσω, πάλι χαμένος είμαι. Λιώνω άπ' τόν καημό μου νά τή γνωρίσω.
Έτσι, όλη τή μέρα, ο Χιονάνθρωπος δέν έκανε τίποτα άλλο παρά κοίταζε τή σόμπα συνέχεια. Τό βράδυ, τό φωτισμένο δωμάτιο του φάνηκε ακόμα πιά λαχταριστό, έτσι καθώς φωτιζότανε άπό τις ανταύγειες της φωτιάς πού έκαιγε. Κάθε φορά πού φυσούσε αέρας, ή φλόγα πεταγόταν άπ' τό πορτάκι της σόμπας και φώτιζε τόν Χιονάνθρωπο μέ ζεστές, κοκκινωπές αχτίδες, πού τόν έκαναν νά φαίνεται σά νά είχε αίμα στις φλέβες του.
Ή νύχτα δέ φάνηκε όπως άλλοτε πληχτική στον Χιονάνθρωπο, που στεκόταν βυθισμένος στους στοχασμούς του, τό πρωί, όμως, άπό τήν παγωνιά, τά παράθυρα του σπιτιού είχανε σκεπαστή με παγοκρύσταλλα, πού ζωγράφισαν ωραία διαμαντένια σχέδια στά τζάμια και δέν τόν άφηναν νά δη τήν αγαπημένη του Σόμπα. Έκανε τόσο κρύο, πού ο Χιονάνθρωπος έτριζε ολόκληρος.
Αντί όμως να χαρή, όπως άλλοτε, τώρα στεκότανε μελαγχολικός, μέσα στή μοναξιά του, νοσταλγώντας συνέχεια τόν καιρό πού μπορούσε να βλέπη τήν αγαπημένη του.
—Βρήκες ποια ν' άγαπήσης! τόν άπόπαιρνε ολοένα ο σκύλος. Για σένα,τόν Χιονάνθρωπο, ή αγάπη αυτή θα είναι μοιραία! Τήν εχω πάθει κι έγώ, μα δέν έκανα κι έτσι!
Πέρασαν μερικές μέρες κι ο καιρός γλύκανε. Ό Χιονάνθρωπος άρχισε ν' άδυνατίζη. Κάθε μέρα φύραινε και πιό πολύ, δάκρυα κυλούσαν άπό τα πέτρινα μάτια του Ωσπου μια μέρα, σωριάστηκε χάμω, και στή θέση του έμεινε μονάχα ένα σκουπόξυλο, πού είχανε στήσει γύρω του.
—Αυτά παθαίνει κανένας σαν άγαπήση παράλογα! μουρμούρισε ο σκύλος..,. Άκούς έκει, ένας Χιονάνθρωπος ν' άγαπήση μια φλογερή σόμπα! Καλά νά τά πάθη!


Μετάφραση:Σ. ΠΡΩΤΟΠΑΠΑ, από τα Άπαντα του Χ.Κ. Άντερσεν, εκδόσεων Αρσενίδη

*Το ζωγραφικό έργο: Jan Walraven (1827 – 1863, Dutch)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου