Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2010

Διογένης ο Κυνικός


Καὶ θέρους μὲν ἐπὶ ψάμμου ζεστῆς ἐκυλινδεῖτο, χειμῶνος δ' ἀνδριάντας κεχιονισμένους περιελάμβανε, πανταχόθεν ἑαυτὸν συνασκῶν.

Και στον καύσωνα κυλιόταν πάνω στην καυτή άμμο, ενώ το χειμώνα αγκάλιαζε χιονισμένα αγάλματα, εξασκώντας με κάθε τρόπο τον εαυτό του.

Εἰσαγαγόντος τινὸς αὐτὸν εἰς οἶκον πολυτελῆ καὶ κωλύοντος πτύσαι, ἐπειδὴ ἐχρέμψατο, εἰς τὴν ὄψιν αὐτοῦ ἔπτυσεν, εἰπὼν χείρονα τόπον μὴ εὑρηκέναι.

Όταν κάποιος τον έβαλε μέσα σε πολυτελή οικία και τον εμπόδισε να φτύσει,μόλις έβηξε κι έβγαλε φλέγμα, το έφτυσε στο πρόσωπό του, λέγοντας ότι δεν βρήκε χειρότερο τόπο.

Ἔνθα καὶ πυνθανομένου τοῦ Ξενιάδου πῶς αὐτὸν θάψειεν, ἔφη, « Ἐπὶ πρόσωπον »· τοῦ δ' ἐρομένου « Διὰ τί; » « Ὅτι μετ' ὀλίγον, » εἶπε, « μέλλει τὰ κάτω ἀναστρέφεσθαι· »

Και όταν τον ρώτησε ο Ξενιάδης πώς θα ήθελε να τον θάψουν, είπε "μπρούμυτα".Κι όταν τον ρώτησε εκείνος "Για ποιο λόγο;" απάντησε: "Γιατί μετά από λίγο καιρό θα έρθουνε τα πάνω κάτω."

Συνεχές τε ἔλεγεν εἰς τὸν βίον παρεσκευάσθαι δεῖν λόγον ἢ βρόχον.

Και συνεχώς έλεγε ότι πρέπει στη ζωή να ετοιμάζουμε ή λόγο ή βρόχο.

Πρὸς τὸν εἰπόντα κακὸν εἶναι τὸ ζῆν, « Οὐ τὸ ζῆν, » εἶπεν, « ἀλλὰ τὸ κακῶς ζῆν. »

Σε κάποιον που είπε πως είναι άσχημο το να ζεις ,αντέτεινε " όχι το να ζεις μα το να ζεις άσχημα."

Πρὸς τοὺς εἰπόντας, « Γέρων εἶ καὶ λοιπὸν ἄνες, » « Τί δέ, » ἔφη, « εἰ δόλιχον ἔτρεχον, πρὸς τῷ τέλει ἔδει με ἀνεῖναι καὶ μὴ μᾶλλον ἐπιτεῖναι; »

Σε όσους του είπαν "Γέρος είσαι και στο εξής χαλάρωσε" , "Μα τι λέτε," απάντησε "αν έτρεχα σε αγώνα δρόμου,θα έπρεπε να χαλαρώσω κοντά στον τερματισμό ή περισσότερο να εντείνω την προσπάθειά μου;"

*
Όταν κάποιος τον ρώτησε πώς δεν ντρέπεται που αυνανίζεται δημοσίως, του απάντησε «μακάρι να μπορούσα να ανακουφίσω και την πείνα μου, τρίβοντας την κοιλιά μου.»

Εδώ όλα τα αποσπάσματα του Διογένη , στο πρωτότυπο.