Παρασκευή 9 Απριλίου 2010

Γιώργος Γεραλής (1917-1996)



Αίθουσα αναμονής

Στο θαμπό φως, μια συλλογή κρατάει τους πεθαμένους.
Κάποτε ανοίγει η θύρα και περνά ένας άλλος,
μ’ ένα μισόγελο, κάτι σαν σκιά χαιρετισμού,
χωρίς κανείς να του αποκρίνεται. Τον κοιτούν μόνο
με λοξό βλέμμα, και βυθίζονται ξανά στο θάνατο.
Άγνωστοι, κι έναν άγνωστο χώρο ανιχνεύουν,
καθένας μόνος, με μιαν ηρεμία, μια αποδοχή,
είτε με μια αξιοπρέπεια φοβισμένη. Έπειτα πάλι,
γυρνώντας, σα να μελετούνε ο ένας του άλλου
τη μυστική φθορά, την κρυφή πείρα,
μια σύσπαση που απόμεινε από το ταξίδι,
τον πανικό ενός ίσκιου στα γερμένα μάτια,
που αναζητούνε διέξοδο σε ακατανόητα
περιοδικά, μιας μακρινής χρονολογίας.

Μέσα, ο σοφός καθηγητής ακούει τα βήματα,
προβλέπει τα ενδεχόμενα με ακρίβεια,
εγκάρδιος σε όσους ζύγωσαν κιόλα την πύλη,
φορέσανε τη μαύρη σκέπη, είν’ έτοιμοι.
Τους αποχαιρετά μ’ ένα μειδίαμα.
«Φίλε μου, θα ξαναϊδωθούμε», βέβαιος ότι
εκείνοι αναχωρούν πια για την άβυσσο.
Άλλοτε σιωπηλός, στυγνός, όταν, σκυμμένος,
κουράζεται ερευνώντας μακρινούς θανάτους,
θύελλες βιαστικές, παιγνιώδη σκότη.

Όρθια στην πόρτα, η αδελφή, λευκή σαν το άπειρο,
αμίλητη σαν την ενέδρα, κατανεύει μόνο
στα ερωτηματικά, με μια ανεπαίσθητη
κίνηση, μιαν απόκρυφη ειρωνεία.
Δείχνει το δρόμο ή σταματά ένα πρόωρο ξύπνημα.
«Ω, κοιμηθείτε ακόμα, κοιμηθείτε.»

Κι εδώ ο ίδιος ο ποιητής διαβάζει το ποίημα (Aνέκδοτη ηχογράφηση, Woodberry Poetry Room, 1964)


Το Γιώργο Γεραλή τον έμαθα πιτσιρίκι από το κρατικό ραδιόφωνο, κάτι πρωινά που με μάγευαν αφηγήσεις ηθοποιών από τα βιβλία της Μυθολογίας του(εδώ θα βρείτε κάποια αποσπάσματα από τα βιβλία του). Μάλλον του χρωστάω την απαρχή της ενασχόλησής μου με τους μύθους...



Δείγμα γραφής:

Ενδυμίων

Στο βουνό του Λάτμου, σ’ ένα μυστικό σπήλαιο, κοιμάται ακόμα, από τα πανάρχαια χρόνια, ο ξανθός Ενδυμίων έναν ύπνο αξύπνητο.
Απόβραδο, γύριζε από τα χλοερά βοσκοτόπια με το κοπάδι του. Διαβαίνοντας τη βουνοπλαγιά, έγειρε στο έμπα της σπηλιάς να ξεκουραστεί.
Τότε, πρόβαλε ανάμεσα από μια σκοτεινή φυλλωσιά η θεά Σελήνη. Χαμογέλασε όταν τον είδε και θέλησε να παίξει μαζί του. Τον πλησίασε κι έριξε με δύναμη στα μάτια του μικρού βοσκού το χρυσό φως της.
Ο Ενδυμίων ένιωσε μια ζάλη από τη μαγική εκείνη λάμψη. Αποκοιμήθηκε ακούγοντας, σαν σε όνειρο, τα κουδούνια των αρνιών του, που ξεμάκραιναν ακολουθώντας το γνώριμο δρόμο. Αυτή ήταν η αρχή ενός ύπνου που δεν είχε τέλος.
Η Σελήνη κάθισε πλάι στον ωραίο βοσκό και τον κοίταξε με αγάπη. Ακούμπησε τα ασημένια της δάχτυλα στα κλειστά του βλέφαρα. Τίναξε στα μαλλιά του, από τα μαλλιά της, ένα κύμα δροσιάς.
― Δε θα ξυπνήσεις, ψιθύρισε.
Ήρθε πάλι την άλλη νύχτα η Σελήνη, τον ξανακοίταξε χαμογελώντας.
― Ωραία κοιμάσαι, είπε. Φυλάω για σένα μια θαυμαστή μοίρα. Αθάνατος θα υπάρχεις, σ’ ένα αιώνιο, ατελείωτο όνειρο. Είναι και τ’ όνειρο μια αλλιώτικη ζωή. Δε θα πεθάνεις ποτέ και ποτέ δε θα ξυπνήσεις.
Έφυγε αλαφροπατώντας η θεά.
Όθε διαβεί, μαγεύει τα πάντα με το χρυσό φέγγος: τους κάμπους, τις ακροθαλασσιές, τις στέγες των σπιτιών που προστατεύουν τον ειρηνικό ύπνο των ανθρώπων. Μα όταν αποτραβιέται, για ν’ ανέβει στον ουρανό η αδερφή της η Αυγή, λύνονται τα μάγια. Η πλάση ξυπνά ξαναπαίρνοντας, στο φως της μέρας, την αληθινή της μορφή.
Μονάχα ο Ενδυμίων δε θα ξυπνήσει ποτέ απ’ το μαγικό ύπνο. Κυλάει πάντα το αίμα στις φλέβες του, μα απομένει ασάλευτος, σαν να ’χει φύγει απ’ τον κόσμο. Ένα χαμόγελο αχνό έχει ζωγραφιστεί στα μισάνοιχτα χείλη του. Ίσως ονειρεύεται μια αθώα χαρά: ένα κοπάδι ασπρόμαλλα πρόβατα.

Τα βιβλία του "Οι θεοί" και "Οι ήρωες" κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Επίσης από τις εκδόσεις "Ερμής" κυκλοφορεί το βιβλίο "ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΡΑΛΗΣ ΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ ΚΑΙ ΑΥΤΟΑΝΘΟΛΟΓΗΜΕΝΟΣ" σε επιμέλεια Κώστα Στεργιόπουλου.