Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2014

Δάχτυλα στον τοίχο


*
Μόλις κοιμηθώ,
ένα παιδί ξυπνάει –
ξυπνώ, κοιμάται.

«Πες μου, πού είμαι;»
«Στην άκρη του ύπνου μου ·
τι θες, πατέρα;»

Φεύγει βιαστικός
να ζεσταθεί στο μνήμα –
η μνήμη κρύα.

Τίποτε άλλο
και το πουθενά παντού
ποτέ για πάντα.

*

Ξημερώματα και δε με είχε πάρει ακόμη ο ύπνος. Βασανιστικά ζωντάνευε μέσα μου αυτή η τόσο επίμονη εικόνα που με τίναζε κάθε τόσο όρθιο: του ετοιμοθάνατου πατέρα στο σκοτάδι του θαλάμου του στο νοσοκομείο, να χτυπά τα δάχτυλά του στον τοίχο – μιας κι η φωνή του δεν έβγαινε – για να τον ακούσουμε.
Ζητούσε βοήθεια;…Περισσότερο οξυγόνο και λιγότερο πόνο;….Με τα δάχτυλά του, ζητούσε τη ζωή.
Ήταν η μόνη «αναλαμπή» που είχε μετά από αρκετές ημέρες που βρισκόταν σε κώμα. Το πρωί που ξημέρωνε θα πέθαινε. Κι ήταν εκείνη η κίνηση το τελευταίο σινιάλο ζωής, της ζωής που διεκδικούσε τον εαυτό της. Δεν είχε άλλο τρόπο να ακουστεί – τα δάχτυλα μόνο, στον τοίχο. Κι ακόμη με κρατά η τύψη που δε σηκώθηκα απ’ την καρέκλα, να του δείξω πως ήμουν εκεί και τον έβλεπα. Πως δεν ήταν μόνος του στο σκοτάδι…

Είχα υπακούσει, βλέπετε, στη βλακώδη υπόδειξη της αποκλειστικής νοσοκόμας να μην τον «ενοχλήσω», γιατί –σκέφτηκα αργότερα – ίσως κάτι τέτοιο να την ξεβόλευε απ’ τη δική της ανάπαυση, στη δική της καρέκλα.

Κάθισα και τον έβλεπα να χτυπά τα δάχτυλά του στον τοίχο – ο μόνος θόρυβος που μπορούσε πια να παράγει, η μόνη φωνή που είχε για να παραπονεθεί, να κλάψει, να ζητήσει…Έβλεπα τις φωνητικές του χορδές να σαλεύουν, να πάλλονται μέσα από τα νεύρα των δαχτύλων του. Αυτά τα δάχτυλα στον τοίχο, που φαίνονταν να μην τ’ ακούει κανείς μες στο σκοτάδι, στάθηκε η πιο τραγική εικόνα που αντίκρισα ποτέ μου – ίσως γιατί πήρε μέσα μου τη σημασία του συμβόλου μιας ζωής που ξοδεύεται και –νομίζει πως – τελειώνει απαρατήρητη.

Ο πατέρας μου πέθανε στις 2 Φεβρουαρίου του 1992 – χιόνιζε πολύ στην Αθήνα. Το φτυάρι, θυμάμαι, κάλυψε το φέρετρό του με χιόνι. Από τότε για μένα το χιόνι συμβολίζει το πένθος…
Πέντε χρόνια μετά το θάνατό του έγραψα το παρακάτω ποίημα στη μνήμη του:


ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΧΙΟΝΙΖΕ
ΚΙ Η ΜΟΙΡΑ ΟΡΙΖΕ

Πατέρα, ξέχασα θαρρώ
το βλέμμα σου το καθαρό.
Μπήκαν στα μάτια σου σκουλήκια
του Άδη να δώσουνε τα νοίκια.

Πατέρα, γέρασε το δείλι
κι ανάβει η μάνα το καντήλι.
Κάτω απ’ το φως του, πάλι ωραία,
όπως σαν ήσασταν παρέα.

Γίναν τα χρόνια σου αιώνες,
με τριγυρνούν σαν παγετώνες.
Πατέρα, κλαίει μου το μάτι –
συγχώρα μου όλα τα λάθη.

Άραγε, βλέπεις το εγγόνι
απ’ τ’ ουρανού την μπλε οθόνη;
Δικό σου έχει το κεφάλι –
κοιτώντας το, σε βλέπω πάλι.
Πάντα κοντά ήσουν στη σόμπα
και σε θυμάμαι με τη ρόμπα.
Τα καλοκαίρια σύκα μάζευες
κι απ’ την αυλή το δρόμο χάζευες.

Άραγε, νιώθεις τώρα κρύο;…
Έτρεμες πάνω στο φορείο,
αλλά μας έδινες και θάρρος
δίχως χαρά να μείνει ο Χάρος.

Δυο του Φλεβάρη κι είχε χιόνι –
εύκολα η μνήμη εδώ παγώνει.
Σέρνω το δάχτυλο στο τζάμι –
μηδέν, κουλούρι με σουσάμι…

Ό,τι πολύτιμο, μια φράσις,
πριν μια για πάντα να σωπάσεις.
Με το δικό σου «Σ’ αγαπώ»
κι εγώ μια μέρα θα ταφώ…

Μ' επισκέπτεσαι σπανίως στον ύπνο μου - πάντα απόμακρος. Χάδι σου δεν παίρνω. Βλέμμα σου ούτε. Μόνο κοιτάς το δρόμο που σ' έφερε ως εμένα για να ξαναφύγεις.
Τι σε πληγώνει περισσότερο κι απ' το θάνατο εκεί,πατέρα;...
Ι.Ν.Κυριαζής