Μεσημέρι με τη ζέστη ν’ αχνίζει. Σε μια παραλία τροπικού νησιού ερημική.
Με το νερό της θάλασσας ως το λαιμό. Δεν κολυμπώ. Κοιτώ στο βάθος ένα
κάτασπρο καράβι. Με μαγνητίζει . Σα να έχει κάτι αλλόκοτο, μεταφυσικό
αυτό το πλοίο…Δε διακρίνω – λες κι η απόσταση θα μπορούσε να το
επιτρέπει – κανέναν επιβάτη επάνω του.
Γυρνώ πολύ αργά προς την ακτή.
Μακριά, σε μιαν αποβάθρα, ένας ντόπιος ψαρεύει.
-Τι είναι αυτό το καράβι; τον ρωτώ.
-Αυτό το καράβι βγαίνει όποτε τ’ άλλα καράβια δεν πρέπει να βγουν στ’
ανοιχτά, μου απαντά. Όποτε είναι να ξεσπάσει μια μεγάλη θαλασσοταραχή,
ξεκινά το ταξίδι του, για να το δουν οι ναυτικοί και να μην ταξιδέψουν. Το
ίδιο όμως καταποντίζεται από την τρικυμία που έχει προαναγγείλει στους
άλλους. Κι όταν είναι να έρθει η επόμενη φουρτούνα, τότε ανασύρεται μόνο
του από τον βυθό και ξαναξεκινά το ταξίδι του…
«Τότε θα πρέπει κι εγώ ν’ αναβάλω το ταξίδι μου», αναλογίζομαι.
Δεν προλαβαίνω να τελειώσω τη σκέψη μου και ξαφνικά η θάλασσα, μ’ ένα
υπόκωφο βουητό και ασύλληπτη ταχύτητα, τραβιέται όλη προς τα μέσα και
με αφήνει γυμνό, πάνω σε μιαν απέραντη έκταση λασπωμένης άμμου.
Αρκετά ως εδώ. Διακριτικά τραβώ τη χρυσή αμμουδιά που για λίγο απλώθηκε κάτω
απ’ τα πόδια σας, για να σας τη μετατρέψω πάλι σ’ ένα κομμάτι χαρτί που απλώνεται
κάτω από τα μάτια σας.
Μπορείτε να ξαναγυρίσετε στη ζωή σας.