Ήταν την ώρα που δεν είχαν σβηστεί ακόμη οι γραμμές του μαξιλαριού απ’
τα πρόσωπα των ανθρώπων. Όλα τα σπίτια στο νησί βγαίναν σιγά - σιγά απ’
το μεσημεριανό τους ύπνο. Όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα, θα πετύχαινες
ένα γέρο με λάστιχο να καταβρέχει τα πόδια του και να πανικοβάλλει
πιτσιλώντας αμέριμνα μυρμήγκια, μια μύγα να ξύνει το κεφάλι της ανάμεσα
σε δυο παλάμες που σε λίγο θα κλείναν, ένα σεισμόπληκτο τζίτζικα να
χτυπιέται πάνω στους χάρτινους τοίχους του σπιρτόκουτου για να
ευχαριστήσει τ’ αφτιά των παιδιών, έναν καφέ παρατημένο σε πεζούλι με μια
σφήκα να πνίγεται καλώντας απεγνωσμένα σε βοήθεια, άντρες ν’ ανοίγουν το
τάβλι και να ψάχνουν το ζάρι - που ’χε πέσει σε μια γωνιά του Σεπτέμβρη και
ήδη το σκεπάζαν τα πρώτα κίτρινα φύλλα του φθινοπώρου - ενώ από μακριά
ερχόταν ιδρωμένο ένα τραγούδι ακαθόριστο, με λέξεις θολές, σαν τη θολή
ατμόσφαιρα που απλωνόταν λίγο πιο πάνω απ’ την άσφαλτο που με κουβαλούσε.
Πόσα παγάκια στο μέτωπο της μνήμης μου να βάλω...
(Γιατί το καλοκαίρι πρώτα παίρνει φωτιά μέσα μας κι ύστερα σκάει στην καρδιά ενός
καρπουζιού.)