Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί πόσο μεγάλη διάρκεια μπορεί να έχει το ταξίδι ενός τρένου απ’ το ένα στο άλλο μηλίγγι ενός κοιμισμένου και πόσα πολλά μπορούν να συμβούν ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο στάσεις. Κανείς δεν ξέρει από πού ξεκίνησε, κανείς δεν ξέρει πού θα σταματήσει.
Η ορμή του υποσυνείδητου, από ένα βίτσιο, τον εκσφενδόνισε πάνω σ’ ένα τυχαίο βαγόνι μ’ ελάχιστους επιβάτες. Άνθρωποι άχρωμοι, χωρίς προηγούμενη ζωή να σκεφτούν, χωρίς επόμενο θάνατο να ξεφύγουν, ανέκφραστοι, ρομποτοειδή όντα υψηλής τεχνολογίας πλασμένα από την α-NASA του ύπνου, κρέμονταν απ’ τις χειρολαβές με ανοιχτά πόδια για καλύτερη ισορροπία ή κάθονταν στις θέσεις τους αδιάφοροι για το πώς βρέθηκαν εκεί, τις επιταγές ποιου ονείρου ξοφλούν, ποιο ρόλο θα παίξουν και σε ποιο έργο, ενώ μια σκόνη από ξεχασμένα αισθήματα, ανομολόγητες σκέψεις και απαγορευμένες επιθυμίες σηκωνόταν, πάνω στις ράγες του μυαλού που ταξίδευε.
Σαν κάτι άχρηστο, πέταξε το βλέμμα του έξω, για να δει να φεύγουν σπίτια, δρόμοι κι ουρανός, με την ανακούφιση που χαρίζει η απομάκρυνση απ’ ό,τι μπορεί να κουράσει. «Αν μένει κάτι ακίνητο, μιμείται τον εαυτό του στο φέρετρο, κι αυτό τρομάζει», πίστευε κι ο ίδιος από παλιά.
Πάνω στο τζάμι, πρόσεξε τότε για πρώτη φορά το είδωλο του κοριτσιού που είχε καθίσει ακριβώς απέναντί του. Τα μάτια της, τα μαλλιά, τα χείλη, το φόρεμά της μπερδεύονταν αξεδιάλυτα με τις εικόνες που άφηνε πίσω, έτσι που ν’ αναρωτιέται μήπως τελικά εκείνη ήταν έξω και τα σπίτια, οι δρόμοι, ο ουρανός ήταν οι συνεπιβάτες του.
Πήρε το θάρρος να κοιτάξει το πρωτότυπο, για να σιγουρευτεί. Τα μάτια, τα μαλλιά, τα χείλη, το φόρεμα ήταν πράγματι εκεί, συναρμολογώντας μια ύπαρξη προκλητικά αδιάφορη για την παρουσία του. Όχι πως είχε συνηθίσει να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού απ’ τις γυναίκες...Στ’ όνειρο όμως, είναι κρίμα να μην επωφελείσαι απ’ την πραγμάτωση του αδύνατου, που είναι τόσο εύκολη, όσο και το ανακάτεμα μιας κουταλιάς ζάχαρης σ’ ένα φλιτζάνι καφέ.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο έξω, ατάραχο, ταξίδευε θα ’λεγες ακίνητο. Η αναπνοή της, ανεπαίσθητη, δεν κινούσε ούτε για λίγο το στήθος κάτω απ’ το φόρεμα. Μόνο ο αέρας απ’ το ανοιχτό παράθυρο ανασήκωνε τις αφέλειες απ’ τα μαλλιά της για να τις ξαναφήσει να πέσουν στο μέτωπο, σε αναρίθμητες επαναλήψεις, ενώ τα δάχτυλά της έπαιζαν με το εισιτήριο που θα ’βγαλε σε σταθμό πολύ πριν τη δημιουργήσει τ’ όνειρο.
Ένας ρακένδυτος γέροντας, τυφλός, σκοντάφτοντας κάθε τόσο πάνω στους επιβάτες, στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι της προτείνοντας ένα κουτί που φιλοδοξούσε να γεμίσει με κέρματα.
-Μια μικρή βοήθεια, παρακαλώ! ψέλλισε ο γέρος, με φωνή τυφλή, που δεν ήξερε πού απευθυνόταν.
Το κορίτσι, χωρίς καθυστέρηση, έβγαλε το μικρό πορτοφόλι απ’ την τσάντα που είχε περασμένη στον ώμο της και πρόσφερε ένα ολόκληρο πεντοχίλιαρο στον επαίτη. Μα εκείνος δεν άκουσε μεταλλικό ήχο νομίσματος να κουδουνίζει στο κουτί κι απομακρύνθηκε αγνοώντας το πολύτιμο απόκτημα.
Ο άνδρας δεν ταράχτηκε απ’ τη συμπεριφορά της γυναίκας. Του φάνηκε σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό, όσο φυσιολογικό θεωρεί κανένας να βλέπει στον ύπνο του τον εαυτό του να πετάει.
Με πρωτόγνωρο θάρρος που άντλησε απ’ τη δεξαμενή του ονείρου, ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος όταν ένιωσε τα χείλη του να κινούνται για να σχηματίσουν λέξεις που απευθύνονταν σ’ εκείνη:
-Ένα χαμόγελο, παρακαλώ! εκλιπάρησε, με φωνή που ολοφάνερα μιμούνταν το ζητιάνο.
Το κορίτσι, για πρώτη φορά τον κοίταξε, μ’ ενοχλημένο ύφος κι ύστερα πάλι απέστρεψε το βλέμμα.
-Τόσο δύσκολο είναι; επέμενε εκείνος. Ένα μόνο χαμόγελο...Δε σου ζητάω κανένα πεντοχίλιαρο...μόνο και μόνο γιατί ο Κολοκοτρώνης πάνω του είναι διαρκώς βλοσυρός και δεν πρόκειται να χαμογελάσει.
Πίστευε πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατάφερνε ν’ αποσπάσει έστω κι ένα μειδίαμα απ’ τα χείλη της. Όμως εκείνα ήταν πεισματικά κλειστά, λες κι αν τ’ άνοιγε θα συνέβαινε ό,τι και με το κουτί της Πανδώρας. Κι όπως στο μύθο, έτσι κι εδώ, η ελπίδα έμεινε πίσω, τελευταία.
Ελπίζοντας λοιπόν πως με την επιμονή κάτι θα πετύχαινε, συνέχισε την προσπάθεια.
-Απ’ όποιον κι αν του το ζητούσα, θα μου το πρόσφερε. Θες να δεις;...
Χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφασισμένος για όλα, σηκώθηκε απ’ τη θέση του, άπλωσε ανοιχτή τη μια παλάμη του και απευθύνθηκε στη φιλανθρωπία των υπόλοιπων επιβατών:
-Ένα χαμόγελο! Παρακαλώ, δώστε μου ένα χαμόγελο!
Η ιδιόμορφη αυτή επαιτεία θα μπορούσε από μόνη της να προκαλέσει τα γέλια. Επιτέλους, τα λιγοστά ανθρωποειδή που βρίσκονταν στο βαγόνι, ένιωσαν αμέσως ποιο ρόλο θα διαδραμάτιζαν μέσα στο όνειρο. Πέταξαν τη μάσκα της απάθειας από επάνω τους κι ενεργοποίησαν αθέατους τροχούς και μυστικά γρανάζια του προσώπου τους, όλα σε μια καλά συντονισμένη προσπάθεια να παραχθεί το ευτελές προϊόν που τους ζητούσε.
Ακόμη κι ο τυφλός ζητιάνος το πρόσφερε γενναιόκαρδα στο «συνάδελφό του», ενώ κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει αν κι ο Κολοκοτρώνης του πεντοχίλιαρου που αναπαυόταν στο κουτί δε χαμογελούσε...
-Ευχαριστώ πολύ! Ευχαριστώ πολύ! ψιθύριζε εκείνος κάθε φορά που έστρεφε το βλέμμα του σ’ ένα χαμογελαστό πρόσωπο.
Εντωμεταξύ , η γυναίκα φανερά ξαφνιασμένη απ’ το γεγονός, ενώ για λίγο πρόσεξε τα διαδραματιζόμενα, έστρεψε γι’ άλλη μια φορά τη ματιά της στον κόσμο των εναλλασσόμενων εικόνων έξω απ’ το τρένο.
Ο άντρας, όρθιος, στάθηκε απέναντί της με ύφος ικετευτικό:
-Εσείς; Δεν περίσσεψε απ’ τη ζωή σας ούτε ένα;...
Εκείνη την ώρα το τρένο ανέκοψε την ταχύτητά του και το κορίτσι αμίλητο κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή πόρτα για να κατεβεί, ενώ ξοπίσω της βγήκε κι ο γέρος κρατώντας σφιχτά το κουτί. Το ξαφνικό ρεύμα αέρα που δημιουργήθηκε από την άφιξη του απέναντι συρμού έκανε τη γενειάδα του ν’ ανεμίσει ενώ μέσα απ’ το κουτί πέταξε μακριά το τσαλακωμένο πεντοχίλιαρο, για να καταλήξει μπροστά στα πόδια της γυναίκας που το πρόσφερε. Έσκυψε, το ίσιωσε με την παλάμη της και είδε: ο Κολοκοτρώνης χαμογελούσε!
Έστριψε το κεφάλι προς το τρένο που μόλις άρχιζε ξανά το ταξίδι του, παίρνοντας μακριά το μυστηριώδη «ζητιάνο», τόσο μακριά, ως το τέρμα του ονείρου.
Κρίμα που ξύπνησε και δεν την είδε να του χαμογελά...
Η ορμή του υποσυνείδητου, από ένα βίτσιο, τον εκσφενδόνισε πάνω σ’ ένα τυχαίο βαγόνι μ’ ελάχιστους επιβάτες. Άνθρωποι άχρωμοι, χωρίς προηγούμενη ζωή να σκεφτούν, χωρίς επόμενο θάνατο να ξεφύγουν, ανέκφραστοι, ρομποτοειδή όντα υψηλής τεχνολογίας πλασμένα από την α-NASA του ύπνου, κρέμονταν απ’ τις χειρολαβές με ανοιχτά πόδια για καλύτερη ισορροπία ή κάθονταν στις θέσεις τους αδιάφοροι για το πώς βρέθηκαν εκεί, τις επιταγές ποιου ονείρου ξοφλούν, ποιο ρόλο θα παίξουν και σε ποιο έργο, ενώ μια σκόνη από ξεχασμένα αισθήματα, ανομολόγητες σκέψεις και απαγορευμένες επιθυμίες σηκωνόταν, πάνω στις ράγες του μυαλού που ταξίδευε.
Σαν κάτι άχρηστο, πέταξε το βλέμμα του έξω, για να δει να φεύγουν σπίτια, δρόμοι κι ουρανός, με την ανακούφιση που χαρίζει η απομάκρυνση απ’ ό,τι μπορεί να κουράσει. «Αν μένει κάτι ακίνητο, μιμείται τον εαυτό του στο φέρετρο, κι αυτό τρομάζει», πίστευε κι ο ίδιος από παλιά.
Πάνω στο τζάμι, πρόσεξε τότε για πρώτη φορά το είδωλο του κοριτσιού που είχε καθίσει ακριβώς απέναντί του. Τα μάτια της, τα μαλλιά, τα χείλη, το φόρεμά της μπερδεύονταν αξεδιάλυτα με τις εικόνες που άφηνε πίσω, έτσι που ν’ αναρωτιέται μήπως τελικά εκείνη ήταν έξω και τα σπίτια, οι δρόμοι, ο ουρανός ήταν οι συνεπιβάτες του.
Πήρε το θάρρος να κοιτάξει το πρωτότυπο, για να σιγουρευτεί. Τα μάτια, τα μαλλιά, τα χείλη, το φόρεμα ήταν πράγματι εκεί, συναρμολογώντας μια ύπαρξη προκλητικά αδιάφορη για την παρουσία του. Όχι πως είχε συνηθίσει να γίνεται αντικείμενο θαυμασμού απ’ τις γυναίκες...Στ’ όνειρο όμως, είναι κρίμα να μην επωφελείσαι απ’ την πραγμάτωση του αδύνατου, που είναι τόσο εύκολη, όσο και το ανακάτεμα μιας κουταλιάς ζάχαρης σ’ ένα φλιτζάνι καφέ.
Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο έξω, ατάραχο, ταξίδευε θα ’λεγες ακίνητο. Η αναπνοή της, ανεπαίσθητη, δεν κινούσε ούτε για λίγο το στήθος κάτω απ’ το φόρεμα. Μόνο ο αέρας απ’ το ανοιχτό παράθυρο ανασήκωνε τις αφέλειες απ’ τα μαλλιά της για να τις ξαναφήσει να πέσουν στο μέτωπο, σε αναρίθμητες επαναλήψεις, ενώ τα δάχτυλά της έπαιζαν με το εισιτήριο που θα ’βγαλε σε σταθμό πολύ πριν τη δημιουργήσει τ’ όνειρο.
Ένας ρακένδυτος γέροντας, τυφλός, σκοντάφτοντας κάθε τόσο πάνω στους επιβάτες, στάθηκε πάνω απ’ το κεφάλι της προτείνοντας ένα κουτί που φιλοδοξούσε να γεμίσει με κέρματα.
-Μια μικρή βοήθεια, παρακαλώ! ψέλλισε ο γέρος, με φωνή τυφλή, που δεν ήξερε πού απευθυνόταν.
Το κορίτσι, χωρίς καθυστέρηση, έβγαλε το μικρό πορτοφόλι απ’ την τσάντα που είχε περασμένη στον ώμο της και πρόσφερε ένα ολόκληρο πεντοχίλιαρο στον επαίτη. Μα εκείνος δεν άκουσε μεταλλικό ήχο νομίσματος να κουδουνίζει στο κουτί κι απομακρύνθηκε αγνοώντας το πολύτιμο απόκτημα.
Ο άνδρας δεν ταράχτηκε απ’ τη συμπεριφορά της γυναίκας. Του φάνηκε σαν κάτι απολύτως φυσιολογικό, όσο φυσιολογικό θεωρεί κανένας να βλέπει στον ύπνο του τον εαυτό του να πετάει.
Με πρωτόγνωρο θάρρος που άντλησε απ’ τη δεξαμενή του ονείρου, ξαφνιάστηκε κι ο ίδιος όταν ένιωσε τα χείλη του να κινούνται για να σχηματίσουν λέξεις που απευθύνονταν σ’ εκείνη:
-Ένα χαμόγελο, παρακαλώ! εκλιπάρησε, με φωνή που ολοφάνερα μιμούνταν το ζητιάνο.
Το κορίτσι, για πρώτη φορά τον κοίταξε, μ’ ενοχλημένο ύφος κι ύστερα πάλι απέστρεψε το βλέμμα.
-Τόσο δύσκολο είναι; επέμενε εκείνος. Ένα μόνο χαμόγελο...Δε σου ζητάω κανένα πεντοχίλιαρο...μόνο και μόνο γιατί ο Κολοκοτρώνης πάνω του είναι διαρκώς βλοσυρός και δεν πρόκειται να χαμογελάσει.
Πίστευε πως μ’ αυτόν τον τρόπο θα κατάφερνε ν’ αποσπάσει έστω κι ένα μειδίαμα απ’ τα χείλη της. Όμως εκείνα ήταν πεισματικά κλειστά, λες κι αν τ’ άνοιγε θα συνέβαινε ό,τι και με το κουτί της Πανδώρας. Κι όπως στο μύθο, έτσι κι εδώ, η ελπίδα έμεινε πίσω, τελευταία.
Ελπίζοντας λοιπόν πως με την επιμονή κάτι θα πετύχαινε, συνέχισε την προσπάθεια.
-Απ’ όποιον κι αν του το ζητούσα, θα μου το πρόσφερε. Θες να δεις;...
Χωρίς δεύτερη σκέψη, αποφασισμένος για όλα, σηκώθηκε απ’ τη θέση του, άπλωσε ανοιχτή τη μια παλάμη του και απευθύνθηκε στη φιλανθρωπία των υπόλοιπων επιβατών:
-Ένα χαμόγελο! Παρακαλώ, δώστε μου ένα χαμόγελο!
Η ιδιόμορφη αυτή επαιτεία θα μπορούσε από μόνη της να προκαλέσει τα γέλια. Επιτέλους, τα λιγοστά ανθρωποειδή που βρίσκονταν στο βαγόνι, ένιωσαν αμέσως ποιο ρόλο θα διαδραμάτιζαν μέσα στο όνειρο. Πέταξαν τη μάσκα της απάθειας από επάνω τους κι ενεργοποίησαν αθέατους τροχούς και μυστικά γρανάζια του προσώπου τους, όλα σε μια καλά συντονισμένη προσπάθεια να παραχθεί το ευτελές προϊόν που τους ζητούσε.
Ακόμη κι ο τυφλός ζητιάνος το πρόσφερε γενναιόκαρδα στο «συνάδελφό του», ενώ κανείς δεν μπορεί να βεβαιώσει αν κι ο Κολοκοτρώνης του πεντοχίλιαρου που αναπαυόταν στο κουτί δε χαμογελούσε...
-Ευχαριστώ πολύ! Ευχαριστώ πολύ! ψιθύριζε εκείνος κάθε φορά που έστρεφε το βλέμμα του σ’ ένα χαμογελαστό πρόσωπο.
Εντωμεταξύ , η γυναίκα φανερά ξαφνιασμένη απ’ το γεγονός, ενώ για λίγο πρόσεξε τα διαδραματιζόμενα, έστρεψε γι’ άλλη μια φορά τη ματιά της στον κόσμο των εναλλασσόμενων εικόνων έξω απ’ το τρένο.
Ο άντρας, όρθιος, στάθηκε απέναντί της με ύφος ικετευτικό:
-Εσείς; Δεν περίσσεψε απ’ τη ζωή σας ούτε ένα;...
Εκείνη την ώρα το τρένο ανέκοψε την ταχύτητά του και το κορίτσι αμίλητο κατευθύνθηκε προς την ανοιχτή πόρτα για να κατεβεί, ενώ ξοπίσω της βγήκε κι ο γέρος κρατώντας σφιχτά το κουτί. Το ξαφνικό ρεύμα αέρα που δημιουργήθηκε από την άφιξη του απέναντι συρμού έκανε τη γενειάδα του ν’ ανεμίσει ενώ μέσα απ’ το κουτί πέταξε μακριά το τσαλακωμένο πεντοχίλιαρο, για να καταλήξει μπροστά στα πόδια της γυναίκας που το πρόσφερε. Έσκυψε, το ίσιωσε με την παλάμη της και είδε: ο Κολοκοτρώνης χαμογελούσε!
Έστριψε το κεφάλι προς το τρένο που μόλις άρχιζε ξανά το ταξίδι του, παίρνοντας μακριά το μυστηριώδη «ζητιάνο», τόσο μακριά, ως το τέρμα του ονείρου.
Κρίμα που ξύπνησε και δεν την είδε να του χαμογελά...