στην κόρη μου
Μαθήτρια ή φοιτήτρια
κάπου γύρω εκεί
ωραία ή απλώς άθικτη, στητή ακόμα
επάνω στον έφηβο μίσχο της
κάπου γύρω εκεί
η σάκα χάμω ακουμπισμένη
κι απ’ των μαλλιών τις πυκνές σημειώσεις
προκύπτει ντροπαλό το πρόσωπό της
στέκει πίσω από ένα κάδο απορριμμάτων
σκύβει λίγο να μην πολυφαίνεται
και στα κλεφτά δαγκώνει τυρόπιτα μάλλον
αν κρίνω πώς τινάζει
γύρω από το στόμα και το μπουφάν της
τα πεσμένα φύλλα
-είναι και τα δεντράκια του πεζόδρομου
που αργομασάνε πάνωθέ της
φύλλα όπου να ‘ναι φθινοπωρινά
μικρή μικρή μπουκιά δαγκώνει
με δόντια κάπως δειλά
σκύβοντας λίγο αργά μασούσε
δάγκωνε πάλι
γέμιζε το στόμα της ολόγυρα
φύλλα πάλι
και φύλλα συκής από ντροπή
πόσο γυμνά τη βλέπαν να πεινάει
αργά συγκαλυμμένα κατέβαζε
λίγο πιο κάτω το χάρτινο περιτύλιγμα
της τροφής της, την απογύμνωνε
και ηδονικά κόβοντας
την ένοχη γυμνή άκρη που εξείχε
αργά τη γευόταν με σφιχτά κλεισμένο
της αιδούς το στόμα.
Μου δίνεις και μένα λίγο; της είπα
όχι, όχι απ’ αυτό
θέλω μιαν άκρη μόνο
από αυτήν την ντροπαλή βραδύτητα
με την οποία μασάει τη ζωή η νεότητά σου
να κόψω.
Κική Δημουλά, Τα εύρετρα