Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Ο βιασμός της Άνοιξης

Η πένα μου είναι σε στύση
και χύνει ξανά στο χαρτί
μιαν Άνοιξη για να γεννήσει
της Άνοιξης ίδια, φτυστή.

Και γράφοντας, το φουστανάκι
σηκώνω, τη χλόη να δω
και γάργαρο ακούω ρυάκι
και μια μαργαρίτα μαδώ.

Γυρνάει αλλού το κεφάλι
της σκάω στο στόμα φιλί -
στα πόδια προτού να το βάλει
το νέκταρ της απ’ τη θηλή

ρουφάω κι αθάνατος νιώθω
το αίμα κυλά ποταμός -
στον Όλυμπο φτάνει τον πόθο
γλυκιάς ηδονής ο σπασμός.

Τη βίασα, το δίχως άλλο -
μαζεύει τα ρούχα απ’ τη γη.
Την πένα στη θήκη πριν βάλω
στο ποίημα ξανά θα ’χει μπει.

(...γιατί ποτέ δε μου δόθηκε μια Άνοιξη, αβίαστα.)